Υπάρχουν στιγμές στη ζωή, που παραμένουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας, στην καρδιά μας, ανεξίτηλες, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Χρησιμοποιώ τον όρο "στιγμές" κι όχι τον ορθότερο γεγονότα, ακριβώς για να καταδείξω αφενός το πόσο πεπερασμένο μέγεθος είμαστε σαν άνθρωποι, αλλά και πόσο μεγαλείο συνάμα μπορεί να κρύβουν οι ψυχές κάποιων από εμάς.
Η μνήμη μου λοιπόν ανακάλεσε (το κάνει συχνά αυτό) στιγμές από την περίοδο φοίτησής μου στη Β τάξη του Λυκείου Πάρου με πρωταγωνιστή τον καθηγητή μας Λάκη (Χριστόδουλο) Σαραντινό.
Ο Λάκης λοιπόν, πρωτοδιόριστος το φθινόπωρο του 1979, χρεώθηκε τη διδασκαλία των μαθηματικών στην τάξη μας, έργο έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά δύσκολο, το οποίο καθίστατο ακόμη δυσκολότερο εξαιτίας του κυκεώνα των απίθανων πειραματισμών στους οποίους είχε επιδοθεί τότε το υπουργείο παιδείας, υπό τον εύσχημο τίτλο "εκπαιδευτική μεταρρύθμιση".
Ξεκίνησε με δαιμονιώδη όρεξη και δεδηλωμένη αποφασιστικότητα να πετύχει τον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από τη δική μας μέγιστη δυνατή επιτυχία στις διπλές πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εξεταστική μέθοδος θυμίζω, που για πρώτη φορά δοκιμάζονταν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Παρά την δική του ορμή και τη δική μας συνεργασία, ο χρόνος έδειχνε ανεπαρκής για την διεκπεραίωση όλης της διδακτέας -άρα και υπό εξέταση- ύλης και ο Λάκης είχε αρχίσει να τρώει σίδερα.
Σημειωτέον πως η αφεντιά του δεν συγκαταλέγονταν στη γνωστή συνομοταξία των εχόντων δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία εκπαιδευτικών, οι οποίοι από τα μέσα κιόλας της ώρας διδασκαλίας ρίχνουν κλεφτές ματιές στο ρολόι αδημονώντας για τον λυτρωτικό ήχο του κουδουνιού του διαλείμματος...
Προέρχονταν άλλωστε από τον "χώρο" των φροντιστηρίων.
Το αντίθετο μάλιστα έκανε ο αθεόφοβος!
Προσπαθούσε να "κλέψει" όσα λεπτά μπορούσε από το (δικό του και δικό μας) διάλειμμα -με τη δική μας συγκατάθεση φυσικά- για να ενισχύσει τον έτσι κι αλλιώς ανεπαρκέστατο χρόνο διδασκαλίας των μαθηματικών.
Έλα όμως που ούτε κι αυτή η επιλογή απεδείχθη ολοκληρωμένη ως θεραπεία.
Έτσι μια ωραία πρωία μας έριξε την βόμβα:
Πρότεινε τη διενέργεια μαθημάτων, υπό μορφήν φροντιστηρίου, απογευματινές ώρες δυο φορές την εβδομάδα, χωρίς βέβαια να ζητά για τον εαυτό του το παραμικρό αντάλλαγμα.
Η αποδοχή υπήρξε καθολική και η συνέχεια δικαίωσε/επιβράβευσε και τον Λάκη αλλά και εμάς, με μεγάλη επιτυχία στις Πανελλήνιες εξετάσεις και μεγάλο ποσοστό εισαγωγής σε ανώτερες και ανώτατες σχολές τον επόμενο χρόνο.
Μετά το πέρας των εξετάσεων και λίγες ώρες πριν το καθορισμένο ραντεβού για το καλοκαιρινό αντίο, συναντηθήκαμε οι μαθητές και αποφασίσαμε να προτείνουμε στον Λάκη να δεχθεί όχι ως "αντίδωρο", ή υποψία αμοιβής, αλλά ως επιβεβλημένη από τη λογική συμμετοχή μας στα έξοδα μετακίνησής του όλη τη χρονιά (με το θρυλικό Λάντα) στη διαδρομή Νάουσα-Παροικία και τανάπαλιν, έξοδα που αγόγγυστα επιβαρύνονταν ως μη όφειλε ο ίδιος.
Εγώ μάλιστα ανέλαβα την ευθύνη να του το ανακοινώσω.
Ευτυχώς που βρισκόμουν σε μια κάποια απόσταση από τον ίδιο, γιατί λίγο έλειψε να μου φέρει στο κεφάλι τον μεγάλο ξύλινο διαβήτη που άρπαξε στο άκουσμα και μόνο άνευ επεξηγήσεως της ανόσιας πρότασής μας.
Στη συνείδηση αυτού του πραγματικού λειτουργού της εκπαίδευσης η "ανταμοιβή" της μεγάλης επιτυχίας των "παιδιών του" κάλυπτε και κόπους και αγωνίες και έξοδα και το ξόδεμα πολύτιμου ελεύθερου χρόνου (υπέρ της νεοσύστατης οικογένειάς του κανονικά) σε φιλομαθητικό ακτιβισμό.
Καταλαβαίνετε τους λόγους για τους οποίους τέτοιες στιγμές συχνά πυκνά ανακαλούνται στη μνήμη μου και πλημμυρίζουν την ψυχή μου με αισθήματα ευγνωμοσύνης για ανθρώπους που προσέφεραν σε άλλους χωρίς κανενός είδους ανταλλάγματα.
Χρησιμοποιώ τον όρο "στιγμές" κι όχι τον ορθότερο γεγονότα, ακριβώς για να καταδείξω αφενός το πόσο πεπερασμένο μέγεθος είμαστε σαν άνθρωποι, αλλά και πόσο μεγαλείο συνάμα μπορεί να κρύβουν οι ψυχές κάποιων από εμάς.
Η μνήμη μου λοιπόν ανακάλεσε (το κάνει συχνά αυτό) στιγμές από την περίοδο φοίτησής μου στη Β τάξη του Λυκείου Πάρου με πρωταγωνιστή τον καθηγητή μας Λάκη (Χριστόδουλο) Σαραντινό.
Ο Λάκης λοιπόν, πρωτοδιόριστος το φθινόπωρο του 1979, χρεώθηκε τη διδασκαλία των μαθηματικών στην τάξη μας, έργο έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά δύσκολο, το οποίο καθίστατο ακόμη δυσκολότερο εξαιτίας του κυκεώνα των απίθανων πειραματισμών στους οποίους είχε επιδοθεί τότε το υπουργείο παιδείας, υπό τον εύσχημο τίτλο "εκπαιδευτική μεταρρύθμιση".
Ξεκίνησε με δαιμονιώδη όρεξη και δεδηλωμένη αποφασιστικότητα να πετύχει τον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από τη δική μας μέγιστη δυνατή επιτυχία στις διπλές πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εξεταστική μέθοδος θυμίζω, που για πρώτη φορά δοκιμάζονταν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Παρά την δική του ορμή και τη δική μας συνεργασία, ο χρόνος έδειχνε ανεπαρκής για την διεκπεραίωση όλης της διδακτέας -άρα και υπό εξέταση- ύλης και ο Λάκης είχε αρχίσει να τρώει σίδερα.
Σημειωτέον πως η αφεντιά του δεν συγκαταλέγονταν στη γνωστή συνομοταξία των εχόντων δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία εκπαιδευτικών, οι οποίοι από τα μέσα κιόλας της ώρας διδασκαλίας ρίχνουν κλεφτές ματιές στο ρολόι αδημονώντας για τον λυτρωτικό ήχο του κουδουνιού του διαλείμματος...
Προέρχονταν άλλωστε από τον "χώρο" των φροντιστηρίων.
Το αντίθετο μάλιστα έκανε ο αθεόφοβος!
Προσπαθούσε να "κλέψει" όσα λεπτά μπορούσε από το (δικό του και δικό μας) διάλειμμα -με τη δική μας συγκατάθεση φυσικά- για να ενισχύσει τον έτσι κι αλλιώς ανεπαρκέστατο χρόνο διδασκαλίας των μαθηματικών.
Έλα όμως που ούτε κι αυτή η επιλογή απεδείχθη ολοκληρωμένη ως θεραπεία.
Έτσι μια ωραία πρωία μας έριξε την βόμβα:
Πρότεινε τη διενέργεια μαθημάτων, υπό μορφήν φροντιστηρίου, απογευματινές ώρες δυο φορές την εβδομάδα, χωρίς βέβαια να ζητά για τον εαυτό του το παραμικρό αντάλλαγμα.
Η αποδοχή υπήρξε καθολική και η συνέχεια δικαίωσε/επιβράβευσε και τον Λάκη αλλά και εμάς, με μεγάλη επιτυχία στις Πανελλήνιες εξετάσεις και μεγάλο ποσοστό εισαγωγής σε ανώτερες και ανώτατες σχολές τον επόμενο χρόνο.
Μετά το πέρας των εξετάσεων και λίγες ώρες πριν το καθορισμένο ραντεβού για το καλοκαιρινό αντίο, συναντηθήκαμε οι μαθητές και αποφασίσαμε να προτείνουμε στον Λάκη να δεχθεί όχι ως "αντίδωρο", ή υποψία αμοιβής, αλλά ως επιβεβλημένη από τη λογική συμμετοχή μας στα έξοδα μετακίνησής του όλη τη χρονιά (με το θρυλικό Λάντα) στη διαδρομή Νάουσα-Παροικία και τανάπαλιν, έξοδα που αγόγγυστα επιβαρύνονταν ως μη όφειλε ο ίδιος.
Εγώ μάλιστα ανέλαβα την ευθύνη να του το ανακοινώσω.
Ευτυχώς που βρισκόμουν σε μια κάποια απόσταση από τον ίδιο, γιατί λίγο έλειψε να μου φέρει στο κεφάλι τον μεγάλο ξύλινο διαβήτη που άρπαξε στο άκουσμα και μόνο άνευ επεξηγήσεως της ανόσιας πρότασής μας.
Στη συνείδηση αυτού του πραγματικού λειτουργού της εκπαίδευσης η "ανταμοιβή" της μεγάλης επιτυχίας των "παιδιών του" κάλυπτε και κόπους και αγωνίες και έξοδα και το ξόδεμα πολύτιμου ελεύθερου χρόνου (υπέρ της νεοσύστατης οικογένειάς του κανονικά) σε φιλομαθητικό ακτιβισμό.
Καταλαβαίνετε τους λόγους για τους οποίους τέτοιες στιγμές συχνά πυκνά ανακαλούνται στη μνήμη μου και πλημμυρίζουν την ψυχή μου με αισθήματα ευγνωμοσύνης για ανθρώπους που προσέφεραν σε άλλους χωρίς κανενός είδους ανταλλάγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου