Ο μόνος τρόπος να νιώσουμε πιο
άνετα με τον φόβο που μας προκαλεί κάτι που πρόκειται να κάνουμε, είναι
να βγούμε εκεί έξω και να το κάνουμε.
Ο
φόβος και η ανησυχία φαίνεται να χαρακτηρίζουν βαθιά την ανθρώπινη
ύπαρξη. Κάποια στιγμή στην ζωή μας, ίσως να βιώσαμε έντονα αισθήματα
φόβου και ανησυχίας πιστεύοντας ότι δεν θα ελευθερωθούμε ποτέ από αυτά. Γιατί
όμως είμαστε συχνά «αιχμάλωτοι» αυτών των αρνητικών ψυχικών καταστάσεων
και τί είναι αυτό που τις συντηρεί και τις ενδυναμώνει τελικά; Θα σταματήσουμε ποτέ να φοβόμαστε και υπάρχει κάτι μου μπορούμε να κάνουμε για να γίνουμε πιο…θαρραλέοι;
Σε γενικότερο πλαίσιο και σε ένα πιο επιφανειακό επίπεδο, οι ανησυχίες μας συνδέονται συχνά με τις διάφορες υποχρεώσεις και ευθύνες που θεωρούμε ότι έχουμε απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Για παράδειγμα, κάποιες φορές νιώθουμε ανεπαρκείς όταν συγκρινόμαστε με τους άλλους και ανησυχούμε για το ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για να πάρουμε μία δουλειά ή αρκετά έξυπνοι ώστε να ασκήσουμε μια σημαντική επίδραση στην κοινωνία.
Άλλες φορές μπορεί να ανησυχούμε για την εξωτερική μας εμφάνιση – για το ότι δεν είμαστε αρκετά όμορφοι για να προσελκύσουμε το άτομο που μας ενδιαφέρει ή για το ότι με το πέρας των χρόνων δεχόμαστε πλήγματα που απειλούν την τέλεια εικόνα που είχαμε χτίσει για τον εαυτό μας. Μπορεί να ανησυχούμε ακόμα για την αρνητική κριτική και στάση των άλλων απέναντί μας και ως εκ τούτου να αισθανόμαστε απειλή όταν καλούμαστε να παρουσιάσουμε τις ιδέες μας μπροστά σε ένα κοινό ή σε έναν ιεραρχικά ανώτερο συνάδελφο που νιώθουμε ότι εκείνη τη στιγμή μάς κρίνει. Ο φόβος της αρνητικής κριτικής φαίνεται να μάς παρεμποδίζει ακόμα και όταν πιστεύουμε ότι μια τέτοια κριτική θα ήταν αβάσιμη και αδικαιολόγητη εάν εκφραζόταν!
Από την άλλη μεριά, μπορεί να ανησυχούμε για την οικογένειά μας ή για την πιθανότητα να αποκτήσουμε μία κάποια στιγμή στο μέλλον. Για παράδειγμα, ανησυχούμε ότι μπορεί να μην είμαστε αρκετά καλοί γονείς/γιοι/κόρες. Ανησυχούμε για το αν συνεχίζει να μάς αγαπά ο/η σύντροφος/σύζυγός μας ή για το ότι μπορεί να μας απατήσει στο μέλλον. Οι ανύπαντροι άνθρωποι μπορεί να ανησυχούν για το αν/πότε θα παντρευτούν, ενώ κάποιοι άλλοι που έχουν ήδη οικογένεια και παιδιά ανησυχούν για το πώς θα καταφέρουν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να τους τα προσφέρουν όλα. Ανησυχούμε για το αν τα παιδιά μας θα είναι ασφαλή, υγιή και οικονομικά ανεξάρτητα, για το αν θα μάς φροντίζουν όταν γεράσουμε ή για το αν/πότε θα κάνουν την δική τους οικογένεια.
Η διαρκώς επαναλαμβανόμενη ανησυχία οδηγεί συχνά στον φόβο ο οποίος φαίνεται να έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας στην σημερινή κοινωνία. Φοβόμαστε κάθε αρχή, κάθε τέλος, κάθε αλλαγή και κάθε στασιμότητα. Φοβόμαστε την επιτυχία και την αποτυχία. Φοβόμαστε την ζωή και τον θάνατο… Όπως καταλαβαίνουμε, η λίστα των πιθανών φόβων δεν τελειώνει ποτέ, ενώ το αίσθημα του φόβου δεν βιώνεται μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, αλλά και όταν όλα φαίνονται μια χαρά και μοιάζουμε ευτυχισμένοι (ακόμα και όταν είμαστε ευτυχισμένοι μπορεί να φοβόμαστε ότι η ευτυχία μας δεν θα έχει διάρκεια).
Παρόλο που φοβόμαστε για διαφορετικούς λόγους όμως και ο κάθε άνθρωπος έχει να πει την δική του προσωπική ιστορία όταν καλείται να περιγράψει την φοβική κατάσταση που τον απασχολεί, σε βαθύτερο επίπεδο ο φόβος μάς ενώνει με έναν πανανθρώπινο τρόπο. Ο κοινός παρονομαστής όλων των διαφορετικών ανθρώπινων εμπειριών είναι ότι ο φόβος μάς σταματά από το να ζήσουμε την ζωή με τον τρόπο που θέλουμε πραγματικά να την ζήσουμε.
Ο φόβος είναι εγγεγραμμένος στον γενετικό μας κώδικα και αποτελεί πρωταρχικό συναίσθημα του ανθρώπου. Από εξελικτικής πλευράς, σχετίζεται με το ένστικτο της επιβίωσης αφού μέσω της φυσικής αντίδρασης που προκαλούσε στο σώμα (π.χ. αύξηση των καρδιακών παλμών, επιτάχυνση της αναπνοής, διαστολή των ματιών, αύξηση της προσοχής) προστάτευε τους μακρινούς μας προγόνους από διάφορους κινδύνους και απειλητικές καταστάσεις. Σήμερα όμως παρατηρείται όλο και πιο συχνά ένα είδος επίμονου, υπερβολικού και παράλογου φόβου απέναντι σε ένα ερέθισμα (ή απλά στην σκέψη αυτού) που δεν αποτελεί πραγματική απειλή για εμάς.
Συνεπώς, δεν μιλάμε πλέον για εκείνο το πρωταρχικό συναίσθημα που αύξανε τις πιθανότητες της επιβίωσής μας, αλλά για μια δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση, την φοβία, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες σωματικές ενοχλήσεις (π.χ. ζάλη, τρέμουλο, ταχυκαρδία, εφίδρωση) που συνήθως δεν μπορούμε να διαχειριστούμε και οι οποίες δυσχεραίνουν σημαντικά την καθημερινότητά μας.
Σε πρωταρχικό επίπεδο, οι φόβοι υπάγονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει γεγονότα (π.χ. φυσικές καταστροφές, απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, γήρας, μοναξιά, ασθένεια, θάνατος, ατυχήματα) που κάποια στιγμή στην ζωή μας συμβαίνουν ή υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να συμβούν. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει καταστάσεις που απαιτούν δράση. Για παράδειγμα, μπορεί να μας φοβίζει η διαδικασία του να ξεκινήσουμε ή να τελειώσουμε μια σχέση, να περάσουμε από συνέντευξη, να χάσουμε σωματικό βάρος, να επισκεφθούμε έναν γιατρό, να αλλάξουμε επάγγελμα ή να κάνουμε μια δημόσια ομιλία.
Προχωρώντας λίγο πιο βαθιά, συναντούμε κάποιους φόβους που δεν σχετίζονται με κάποια αναπόφευκτα γεγονότα της ζωής ή με καταστάσεις που απαιτούν δράση από μέρους μας, αλλά αφορούν το «Εγώ». Με άλλα λόγια, αυτοί οι φόβοι συνδέονται με κάποιες εσωτερικές καταστάσεις του νου και αντανακλούν την αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας και την ικανότητα να χειριζόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Σε αυτό το επίπεδο, συναντάμε φόβους που σχετίζονται για παράδειγμα με την επιτυχία, την αποτυχία, την απώλεια της ιδεατής εικόνας, την απόρριψη, την ευαλωτότητα κ.α. Κάθε βαθύτερο στρώμα φόβου συνδέεται όμως με γεγονότα ή καταστάσεις που βρίσκονται στα ανώτερα επίπεδα.
Έτσι λοιπόν, αν φοβόμαστε γενικά την απόρριψη, προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να προστατευτούμε από τους άλλους και σταδιακά αποκόπτουμε τον εαυτό μας από τον υπόλοιπο κόσμο. Συνεπώς, ο φόβος της απόρριψης θα επηρεάσει αναπόδραστα τις φιλικές, ερωτικές ή/και επαγγελματικές μας σχέσεις αποτρέποντας μας από να το να σχετισθούμε με τους άλλους, να κάνουμε μια δημόσια ομιλία, να πάμε σε ένα πάρτι, να φλερτάρουμε ή να κάνουμε αίτηση… για μια δουλειά.
Ωστόσο, αν προχωρήσουμε λίγο βαθύτερα συναντάμε τον μεγαλύτερο μας φόβο ο οποίος συνδέεται με όλους όσοι αναφέρθηκαν παραπάνω. Τον φόβο ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε την ασθένεια, την μοναξιά, το να χάσουμε κάποιον αγαπημένο, το να γεράσουμε, το να γελοιοποιηθούμε μπροστά σε άλλους, το να μην πάρουμε μια δουλειά, το να πάρουμε μια λάθος απόφαση κ.α. Ο φόβος για το ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε κάτι, για το ότι κάτι είναι πέρα από τον έλεγχο και τις δυνάμεις μας – ο φόβος αυτός είναι ο πυρήνας κάθε φόβου, ανώτερου ή κατώτερου στρώματος.
Πως μπορούμε να χτίσουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα να χειριζόμαστε μια κατάσταση ή ένα γεγονός της ζωής που μας φοβίζει όμως; Αρκεί να πιστέψουμε ότι μπορούμε να χειριστούμε τα πάντα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο φόβος θα εξαφανιστεί; Αρκεί να θεωρούμε ότι απλά δεν μπορούμε να ελέγξουμε αυτά που μας συμβαίνουν οπότε… ό,τι βρέξει ας κατεβάσει;
Το να πιστεύουμε ότι μπορούμε να χειριστούμε οτιδήποτε προκύπτει στην ζωή επαναλαμβάνοντας με την βοήθεια της εσωτερικής μας φωνής ότι θα τα καταφέρουμε, είναι σαν να προσπαθούμε να αυξήσουμε την αυτοπεποίθησή μας λέγοντας στον εαυτό μας, κάθε φορά που αντικρίζουμε έναν καθρέφτη, ότι είμαστε όμορφοι. Από την άλλη μεριά, το να αποδεχτούμε ότι δεν ασκούμε κάποιον έλεγχο σε όσα μας συμβαίνουν και ότι είμαστε έρμαια της τύχης και των καταστάσεων που αναπόφευκτα φέρνει η ζωή, είναι μια μορφή μοιρολατρίας και παράδοσης που δεν μας πάει και πολύ μακριά.
Αντί να προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι μπορούμε να χειριστούμε οποιαδήποτε κατάσταση εκλύει φόβο ή να υιοθετήσουμε μία μηδενιστική και αδιάφορη στάση απέναντι στην ζωή, μπορούμε απλά να προσπαθήσουμε να νιώσουμε λίγο πιο άνετα με αυτό που πιθανότατα φοβόμαστε. Άλλωστε, το παρελθόν μάς λέει ότι ο φόβος ήταν σύμμαχος και όχι εχθρός. Μήπως αυτό έχει να μας διδάξει κάτι;
Η εξοικείωση με το ανοίκειο φαντάζει να εμπεριέχει όχι μόνο μια λεκτική αλλά και μία πρακτική παραδοξότητα. Πώς μπορώ άλλωστε να αισθανθώ άνετα όταν βρίσκομαι σε μια άβολη κατάσταση; Η πρώτη προσπάθεια να νιώσουμε άνετα με τον φόβο ξεκινά με μία απελευθερωτική και γενναία παραδοχή: ο φόβος δεν θα φύγει ποτέ όσο συνεχίζουμε να προχωράμε στο μονοπάτι της προσωπικής μας εξέλιξης. Όσο απομακρυνόμαστε από την ασφάλεια και συνεχίζουμε να εκθέτουμε τον εαυτό μας στον έξω κόσμο, να αναπτύσσουμε τις δεξιότητές μας και να κυνηγάμε τα όνειρά μας παίρνοντας νέα ρίσκα, τόσο θα συνεχίζουμε να βιώνουμε φόβο.
Το πιο ανακουφιστικό κομμάτι αυτής της διαπίστωσης ωστόσο είναι ότι μάς επιτρέπει να σκεφτούμε τον φόβο όχι ως κάτι από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε πάση θυσία, αλλά ως αναγκαία συνθήκη μιας ζωής που σκοπός της είναι η βαθμιαία ανάπτυξη και εξέλιξη. Πως όμως μπορούμε να συνεχίσουμε στο μονοπάτι της προσωπικής μας εξέλιξης και αυτο-διερεύνησης όταν βιώνουμε έντονο φόβο;
Ο μόνος τρόπος να νιώσουμε πιο άνετα με τον φόβο που μας προκαλεί κάτι που πρόκειται να κάνουμε, είναι να βγούμε εκεί έξω και να το κάνουμε. Μπορεί να είναι μια χιλιοειπωμένη αλήθεια, αλλά η αξία της παραμένει σταθερή. Το να προχωρήσουμε στην δράση δεν θα μας απαλλάξει σίγουρα από τον φόβο, αλλά θα μας βοηθήσει να εδραιώσουμε ένα πρώτο επίπεδο άνεσης και εξοικείωσης με αυτόν. Ίσως να τον δούμε και σαν σύμμαχο, σαν κάποιον που μας προετοιμάζει πριν από μια δημόσια ομιλία, μια συνέντευξη για δουλειά ή μια παρουσίαση στο πανεπιστήμιο με σκοπό να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό, με σκοπό να μάς φροντίσει.
Και όταν βγαίνουμε εκεί έξω και κάνουμε αυτό που φοβόμαστε, τότε συμβαίνει και κάτι άλλο. Αλλάζει το συναίσθημά μας και αρχίζουμε να νιώθουμε λίγο καλύτερα με τον εαυτό μας, αρχίζουμε να έχουμε λίγη παραπάνω αυτοπεποίθηση η οποία δεν συνδέεται τόσο με αυτά που πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε/πετύχουμε όσο… με το επίπεδο «άνεσης» που έχουμε αναπτύξει απέναντι σε όσα δυσκολευόμαστε να καταφέρουμε/πετύχουμε.
Για παράδειγμα, η αυτοπεποίθησή μας στις διαπροσωπικές/ερωτικές σχέσεις αναπτύσσεται μέσα από την εξοικείωσή μας με το γεγονός ότι μπορεί να πληγωθούμε. Η αυτοπεποίθησή μας στις κοινωνικές συναναστροφές αναπτύσσεται μέσα από την εξοικείωσή μας με το γεγονός ότι μπορεί να μας απορρίψουν. Η αυτοπεποίθησή μας στον επαγγελματικό τομέα αναπτύσσεται μέσα από την εξοικείωσή μας με το γεγονός ότι μπορεί να αποτύχουμε…
Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η προσπάθεια εξοικείωσης με όλες τις παραπάνω αρνητικές καταστάσεις μάς φαίνεται κάπως τρομακτική. Το να δράσουμε με σκοπό να νιώθουμε κάθε φορά λίγο πιο άνετα με αυτές τις καταστάσεις όμως, είναι λιγότερο τρομακτικό από να ζούμε διαρκώς με έναν υποβόσκοντα φόβο που οφείλεται στο αίσθημα «αβοηθησίας» το οποίο μας κατακλύζει όταν νιώθουμε ότι αδυνατούμε να ελέγξουμε αυτά που μας συμβαίνουν.
Από την άλλη μεριά, ίσως να πιστεύουμε ότι η σταδιακή εξοικείωση με όλες αυτές τις αρνητικές καταστάσεις και η συνακόλουθη παραδοχή ότι συνιστούν εμπειρίες που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την ζωή, να μας οδηγήσουν σε σχέσεις στις οποίες η αποτυχία, η απόρριψη και η ματαίωση θα είναι ο κανόνας. Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει το αντίθετο. Η αποδοχή μιας αρνητικής κατάστασης, όπως είναι η ματαίωση, και η εξοικείωση με το ενδεχόμενο ότι μπορεί να συμβεί, μάς επιτρέπει να δράσουμε με λιγότερο φόβο, να δημιουργήσουμε μια σχέση κρίνοντας λιγότερο τον εαυτό μας και τον άλλο, και να αγαπήσουμε θέτοντας λιγότερους όρους.
Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν είναι να εξαλείψουμε τον φόβο, αλλά να επιλέξουμε το πώς θα τον δούμε αφού υπάρχει ούτως ή άλλως στη ζωή μας. Μπορούμε να τον δούμε ως σύμμαχο ή ως εχθρό. Ως εχθρός, μάς παραλύει, μάς καθηλώνει, μάς κρατά στην ασφάλεια, περιορίζει τις δυνατότητές μας και μάς απομακρύνει από το να ζήσουμε την ζωή μας έτσι όπως επιθυμούμε. Αντίθετα, ως σύμμαχος αυξάνει την ενεργητικότητά μας, μας κινητοποιεί και μας καλεί να δράσουμε αφού πρώτα μας έχει προετοιμάσει. Μας εξελίσσει, μας ενδυναμώνει και μας βοηθά να διάγουμε μια πιο πλήρη και γεμάτη από εμπειρίες ζωή κατά τη διάρκεια της οποίας μαθαίνουμε ότι το θάρρος δεν είναι η απουσία του φόβου, αλλά η δράση παρά την παρουσία του.
*Του Γιώργου Κουντουρά, MSc Ψυχολόγου - Ψυχοθεραπευτή
Σε γενικότερο πλαίσιο και σε ένα πιο επιφανειακό επίπεδο, οι ανησυχίες μας συνδέονται συχνά με τις διάφορες υποχρεώσεις και ευθύνες που θεωρούμε ότι έχουμε απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Για παράδειγμα, κάποιες φορές νιώθουμε ανεπαρκείς όταν συγκρινόμαστε με τους άλλους και ανησυχούμε για το ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί για να πάρουμε μία δουλειά ή αρκετά έξυπνοι ώστε να ασκήσουμε μια σημαντική επίδραση στην κοινωνία.
Άλλες φορές μπορεί να ανησυχούμε για την εξωτερική μας εμφάνιση – για το ότι δεν είμαστε αρκετά όμορφοι για να προσελκύσουμε το άτομο που μας ενδιαφέρει ή για το ότι με το πέρας των χρόνων δεχόμαστε πλήγματα που απειλούν την τέλεια εικόνα που είχαμε χτίσει για τον εαυτό μας. Μπορεί να ανησυχούμε ακόμα για την αρνητική κριτική και στάση των άλλων απέναντί μας και ως εκ τούτου να αισθανόμαστε απειλή όταν καλούμαστε να παρουσιάσουμε τις ιδέες μας μπροστά σε ένα κοινό ή σε έναν ιεραρχικά ανώτερο συνάδελφο που νιώθουμε ότι εκείνη τη στιγμή μάς κρίνει. Ο φόβος της αρνητικής κριτικής φαίνεται να μάς παρεμποδίζει ακόμα και όταν πιστεύουμε ότι μια τέτοια κριτική θα ήταν αβάσιμη και αδικαιολόγητη εάν εκφραζόταν!
Από την άλλη μεριά, μπορεί να ανησυχούμε για την οικογένειά μας ή για την πιθανότητα να αποκτήσουμε μία κάποια στιγμή στο μέλλον. Για παράδειγμα, ανησυχούμε ότι μπορεί να μην είμαστε αρκετά καλοί γονείς/γιοι/κόρες. Ανησυχούμε για το αν συνεχίζει να μάς αγαπά ο/η σύντροφος/σύζυγός μας ή για το ότι μπορεί να μας απατήσει στο μέλλον. Οι ανύπαντροι άνθρωποι μπορεί να ανησυχούν για το αν/πότε θα παντρευτούν, ενώ κάποιοι άλλοι που έχουν ήδη οικογένεια και παιδιά ανησυχούν για το πώς θα καταφέρουν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να τους τα προσφέρουν όλα. Ανησυχούμε για το αν τα παιδιά μας θα είναι ασφαλή, υγιή και οικονομικά ανεξάρτητα, για το αν θα μάς φροντίζουν όταν γεράσουμε ή για το αν/πότε θα κάνουν την δική τους οικογένεια.
Η διαρκώς επαναλαμβανόμενη ανησυχία οδηγεί συχνά στον φόβο ο οποίος φαίνεται να έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας στην σημερινή κοινωνία. Φοβόμαστε κάθε αρχή, κάθε τέλος, κάθε αλλαγή και κάθε στασιμότητα. Φοβόμαστε την επιτυχία και την αποτυχία. Φοβόμαστε την ζωή και τον θάνατο… Όπως καταλαβαίνουμε, η λίστα των πιθανών φόβων δεν τελειώνει ποτέ, ενώ το αίσθημα του φόβου δεν βιώνεται μόνο σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, αλλά και όταν όλα φαίνονται μια χαρά και μοιάζουμε ευτυχισμένοι (ακόμα και όταν είμαστε ευτυχισμένοι μπορεί να φοβόμαστε ότι η ευτυχία μας δεν θα έχει διάρκεια).
Παρόλο που φοβόμαστε για διαφορετικούς λόγους όμως και ο κάθε άνθρωπος έχει να πει την δική του προσωπική ιστορία όταν καλείται να περιγράψει την φοβική κατάσταση που τον απασχολεί, σε βαθύτερο επίπεδο ο φόβος μάς ενώνει με έναν πανανθρώπινο τρόπο. Ο κοινός παρονομαστής όλων των διαφορετικών ανθρώπινων εμπειριών είναι ότι ο φόβος μάς σταματά από το να ζήσουμε την ζωή με τον τρόπο που θέλουμε πραγματικά να την ζήσουμε.
Ο φόβος είναι εγγεγραμμένος στον γενετικό μας κώδικα και αποτελεί πρωταρχικό συναίσθημα του ανθρώπου. Από εξελικτικής πλευράς, σχετίζεται με το ένστικτο της επιβίωσης αφού μέσω της φυσικής αντίδρασης που προκαλούσε στο σώμα (π.χ. αύξηση των καρδιακών παλμών, επιτάχυνση της αναπνοής, διαστολή των ματιών, αύξηση της προσοχής) προστάτευε τους μακρινούς μας προγόνους από διάφορους κινδύνους και απειλητικές καταστάσεις. Σήμερα όμως παρατηρείται όλο και πιο συχνά ένα είδος επίμονου, υπερβολικού και παράλογου φόβου απέναντι σε ένα ερέθισμα (ή απλά στην σκέψη αυτού) που δεν αποτελεί πραγματική απειλή για εμάς.
Συνεπώς, δεν μιλάμε πλέον για εκείνο το πρωταρχικό συναίσθημα που αύξανε τις πιθανότητες της επιβίωσής μας, αλλά για μια δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση, την φοβία, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονες σωματικές ενοχλήσεις (π.χ. ζάλη, τρέμουλο, ταχυκαρδία, εφίδρωση) που συνήθως δεν μπορούμε να διαχειριστούμε και οι οποίες δυσχεραίνουν σημαντικά την καθημερινότητά μας.
Σε πρωταρχικό επίπεδο, οι φόβοι υπάγονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει γεγονότα (π.χ. φυσικές καταστροφές, απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, γήρας, μοναξιά, ασθένεια, θάνατος, ατυχήματα) που κάποια στιγμή στην ζωή μας συμβαίνουν ή υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες να συμβούν. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει καταστάσεις που απαιτούν δράση. Για παράδειγμα, μπορεί να μας φοβίζει η διαδικασία του να ξεκινήσουμε ή να τελειώσουμε μια σχέση, να περάσουμε από συνέντευξη, να χάσουμε σωματικό βάρος, να επισκεφθούμε έναν γιατρό, να αλλάξουμε επάγγελμα ή να κάνουμε μια δημόσια ομιλία.
Προχωρώντας λίγο πιο βαθιά, συναντούμε κάποιους φόβους που δεν σχετίζονται με κάποια αναπόφευκτα γεγονότα της ζωής ή με καταστάσεις που απαιτούν δράση από μέρους μας, αλλά αφορούν το «Εγώ». Με άλλα λόγια, αυτοί οι φόβοι συνδέονται με κάποιες εσωτερικές καταστάσεις του νου και αντανακλούν την αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας και την ικανότητα να χειριζόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Σε αυτό το επίπεδο, συναντάμε φόβους που σχετίζονται για παράδειγμα με την επιτυχία, την αποτυχία, την απώλεια της ιδεατής εικόνας, την απόρριψη, την ευαλωτότητα κ.α. Κάθε βαθύτερο στρώμα φόβου συνδέεται όμως με γεγονότα ή καταστάσεις που βρίσκονται στα ανώτερα επίπεδα.
Έτσι λοιπόν, αν φοβόμαστε γενικά την απόρριψη, προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να προστατευτούμε από τους άλλους και σταδιακά αποκόπτουμε τον εαυτό μας από τον υπόλοιπο κόσμο. Συνεπώς, ο φόβος της απόρριψης θα επηρεάσει αναπόδραστα τις φιλικές, ερωτικές ή/και επαγγελματικές μας σχέσεις αποτρέποντας μας από να το να σχετισθούμε με τους άλλους, να κάνουμε μια δημόσια ομιλία, να πάμε σε ένα πάρτι, να φλερτάρουμε ή να κάνουμε αίτηση… για μια δουλειά.
Ωστόσο, αν προχωρήσουμε λίγο βαθύτερα συναντάμε τον μεγαλύτερο μας φόβο ο οποίος συνδέεται με όλους όσοι αναφέρθηκαν παραπάνω. Τον φόβο ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε την ασθένεια, την μοναξιά, το να χάσουμε κάποιον αγαπημένο, το να γεράσουμε, το να γελοιοποιηθούμε μπροστά σε άλλους, το να μην πάρουμε μια δουλειά, το να πάρουμε μια λάθος απόφαση κ.α. Ο φόβος για το ότι δεν μπορούμε να χειριστούμε κάτι, για το ότι κάτι είναι πέρα από τον έλεγχο και τις δυνάμεις μας – ο φόβος αυτός είναι ο πυρήνας κάθε φόβου, ανώτερου ή κατώτερου στρώματος.
Πως μπορούμε να χτίσουμε περισσότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα να χειριζόμαστε μια κατάσταση ή ένα γεγονός της ζωής που μας φοβίζει όμως; Αρκεί να πιστέψουμε ότι μπορούμε να χειριστούμε τα πάντα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή ο φόβος θα εξαφανιστεί; Αρκεί να θεωρούμε ότι απλά δεν μπορούμε να ελέγξουμε αυτά που μας συμβαίνουν οπότε… ό,τι βρέξει ας κατεβάσει;
Το να πιστεύουμε ότι μπορούμε να χειριστούμε οτιδήποτε προκύπτει στην ζωή επαναλαμβάνοντας με την βοήθεια της εσωτερικής μας φωνής ότι θα τα καταφέρουμε, είναι σαν να προσπαθούμε να αυξήσουμε την αυτοπεποίθησή μας λέγοντας στον εαυτό μας, κάθε φορά που αντικρίζουμε έναν καθρέφτη, ότι είμαστε όμορφοι. Από την άλλη μεριά, το να αποδεχτούμε ότι δεν ασκούμε κάποιον έλεγχο σε όσα μας συμβαίνουν και ότι είμαστε έρμαια της τύχης και των καταστάσεων που αναπόφευκτα φέρνει η ζωή, είναι μια μορφή μοιρολατρίας και παράδοσης που δεν μας πάει και πολύ μακριά.
Αντί να προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι μπορούμε να χειριστούμε οποιαδήποτε κατάσταση εκλύει φόβο ή να υιοθετήσουμε μία μηδενιστική και αδιάφορη στάση απέναντι στην ζωή, μπορούμε απλά να προσπαθήσουμε να νιώσουμε λίγο πιο άνετα με αυτό που πιθανότατα φοβόμαστε. Άλλωστε, το παρελθόν μάς λέει ότι ο φόβος ήταν σύμμαχος και όχι εχθρός. Μήπως αυτό έχει να μας διδάξει κάτι;
Η εξοικείωση με το ανοίκειο φαντάζει να εμπεριέχει όχι μόνο μια λεκτική αλλά και μία πρακτική παραδοξότητα. Πώς μπορώ άλλωστε να αισθανθώ άνετα όταν βρίσκομαι σε μια άβολη κατάσταση; Η πρώτη προσπάθεια να νιώσουμε άνετα με τον φόβο ξεκινά με μία απελευθερωτική και γενναία παραδοχή: ο φόβος δεν θα φύγει ποτέ όσο συνεχίζουμε να προχωράμε στο μονοπάτι της προσωπικής μας εξέλιξης. Όσο απομακρυνόμαστε από την ασφάλεια και συνεχίζουμε να εκθέτουμε τον εαυτό μας στον έξω κόσμο, να αναπτύσσουμε τις δεξιότητές μας και να κυνηγάμε τα όνειρά μας παίρνοντας νέα ρίσκα, τόσο θα συνεχίζουμε να βιώνουμε φόβο.
Το πιο ανακουφιστικό κομμάτι αυτής της διαπίστωσης ωστόσο είναι ότι μάς επιτρέπει να σκεφτούμε τον φόβο όχι ως κάτι από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε πάση θυσία, αλλά ως αναγκαία συνθήκη μιας ζωής που σκοπός της είναι η βαθμιαία ανάπτυξη και εξέλιξη. Πως όμως μπορούμε να συνεχίσουμε στο μονοπάτι της προσωπικής μας εξέλιξης και αυτο-διερεύνησης όταν βιώνουμε έντονο φόβο;
Ο μόνος τρόπος να νιώσουμε πιο άνετα με τον φόβο που μας προκαλεί κάτι που πρόκειται να κάνουμε, είναι να βγούμε εκεί έξω και να το κάνουμε. Μπορεί να είναι μια χιλιοειπωμένη αλήθεια, αλλά η αξία της παραμένει σταθερή. Το να προχωρήσουμε στην δράση δεν θα μας απαλλάξει σίγουρα από τον φόβο, αλλά θα μας βοηθήσει να εδραιώσουμε ένα πρώτο επίπεδο άνεσης και εξοικείωσης με αυτόν. Ίσως να τον δούμε και σαν σύμμαχο, σαν κάποιον που μας προετοιμάζει πριν από μια δημόσια ομιλία, μια συνέντευξη για δουλειά ή μια παρουσίαση στο πανεπιστήμιο με σκοπό να δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό, με σκοπό να μάς φροντίσει.
Και όταν βγαίνουμε εκεί έξω και κάνουμε αυτό που φοβόμαστε, τότε συμβαίνει και κάτι άλλο. Αλλάζει το συναίσθημά μας και αρχίζουμε να νιώθουμε λίγο καλύτερα με τον εαυτό μας, αρχίζουμε να έχουμε λίγη παραπάνω αυτοπεποίθηση η οποία δεν συνδέεται τόσο με αυτά που πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε/πετύχουμε όσο… με το επίπεδο «άνεσης» που έχουμε αναπτύξει απέναντι σε όσα δυσκολευόμαστε να καταφέρουμε/πετύχουμε.
Για παράδειγμα, η αυτοπεποίθησή μας στις διαπροσωπικές/ερωτικές σχέσεις αναπτύσσεται μέσα από την εξοικείωσή μας με το γεγονός ότι μπορεί να πληγωθούμε. Η αυτοπεποίθησή μας στις κοινωνικές συναναστροφές αναπτύσσεται μέσα από την εξοικείωσή μας με το γεγονός ότι μπορεί να μας απορρίψουν. Η αυτοπεποίθησή μας στον επαγγελματικό τομέα αναπτύσσεται μέσα από την εξοικείωσή μας με το γεγονός ότι μπορεί να αποτύχουμε…
Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η προσπάθεια εξοικείωσης με όλες τις παραπάνω αρνητικές καταστάσεις μάς φαίνεται κάπως τρομακτική. Το να δράσουμε με σκοπό να νιώθουμε κάθε φορά λίγο πιο άνετα με αυτές τις καταστάσεις όμως, είναι λιγότερο τρομακτικό από να ζούμε διαρκώς με έναν υποβόσκοντα φόβο που οφείλεται στο αίσθημα «αβοηθησίας» το οποίο μας κατακλύζει όταν νιώθουμε ότι αδυνατούμε να ελέγξουμε αυτά που μας συμβαίνουν.
Από την άλλη μεριά, ίσως να πιστεύουμε ότι η σταδιακή εξοικείωση με όλες αυτές τις αρνητικές καταστάσεις και η συνακόλουθη παραδοχή ότι συνιστούν εμπειρίες που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την ζωή, να μας οδηγήσουν σε σχέσεις στις οποίες η αποτυχία, η απόρριψη και η ματαίωση θα είναι ο κανόνας. Στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει το αντίθετο. Η αποδοχή μιας αρνητικής κατάστασης, όπως είναι η ματαίωση, και η εξοικείωση με το ενδεχόμενο ότι μπορεί να συμβεί, μάς επιτρέπει να δράσουμε με λιγότερο φόβο, να δημιουργήσουμε μια σχέση κρίνοντας λιγότερο τον εαυτό μας και τον άλλο, και να αγαπήσουμε θέτοντας λιγότερους όρους.
Συμπερασματικά, το ζήτημα δεν είναι να εξαλείψουμε τον φόβο, αλλά να επιλέξουμε το πώς θα τον δούμε αφού υπάρχει ούτως ή άλλως στη ζωή μας. Μπορούμε να τον δούμε ως σύμμαχο ή ως εχθρό. Ως εχθρός, μάς παραλύει, μάς καθηλώνει, μάς κρατά στην ασφάλεια, περιορίζει τις δυνατότητές μας και μάς απομακρύνει από το να ζήσουμε την ζωή μας έτσι όπως επιθυμούμε. Αντίθετα, ως σύμμαχος αυξάνει την ενεργητικότητά μας, μας κινητοποιεί και μας καλεί να δράσουμε αφού πρώτα μας έχει προετοιμάσει. Μας εξελίσσει, μας ενδυναμώνει και μας βοηθά να διάγουμε μια πιο πλήρη και γεμάτη από εμπειρίες ζωή κατά τη διάρκεια της οποίας μαθαίνουμε ότι το θάρρος δεν είναι η απουσία του φόβου, αλλά η δράση παρά την παρουσία του.
*Του Γιώργου Κουντουρά, MSc Ψυχολόγου - Ψυχοθεραπευτή