Περισσότερες από 16.000 μονάδες αφαλάτωσης σε
ολόκληρο τον πλανήτη παράγουν περισσότερα απόβλητα από ό,τι πόσιμο νερό,
σύμφωνα με νέα παγκόσμια εκτίμηση των βιομηχανικών αποβλήτων του τομέα,
που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα.
Για κάθε λίτρο φρέσκου νερού που εξάγεται από τη θάλασσα ή τις υφάλμυρες υδάτινες οδούς, ενάμισι λίτρο αλμυρού αποβλήτου, που ονομάζεται άλμη, απορρίπτεται απευθείας στον ωκεανό ή στο έδαφος.
Η υπερβολικά αλμυρή ουσία καθίσταται ακόμα πιο τοξική από τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία αφαλάτωσης, όπως το χλώριο και ο χαλκός, αναφέρουν οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Υδάτων, Περιβάλλοντος και Υγείας του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών στο Οντάριο του Καναδά.
«Ο κόσμος παράγει λιγότερο αφαλατωμένο νερό από ό,τι άλμη», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Τύπου ο ερευνητής Μανζούρ Καντίρ. «Σχεδόν όλη η άλμη επιστρέφει στο περιβάλλον, κυρίως στον ωκεανό», πρόσθεσε.
Αυτό το επιπλέον αλάτι αυξάνει τη θερμοκρασία των παράκτιων υδάτων και μειώνει το επίπεδο οξυγόνου, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει «νεκρές ζώνες» στον ωκεανό. Είναι δύσκολο για τους υδρόβιους οργανισμούς να λειτουργήσουν σε αυτές τις συνθήκες, καθώς χρειάζονται οξυγόνο για να επιβιώσουν, σύμφωνα με τον Καντίρ.
Περισσότερο από το 50% της άλμης προέρχεται μόνο από τέσσερις χώρες της Μέσης Ανατολής, τη Σαουδική Αραβία (22%), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (20,2%), το Κουβέιτ (6%) και το Κατάρ (5,8%).
Η Βόρεια Αφρική, η Μέση Ανατολή και τα μικρά νησιωτικά κράτη στον Ειρηνικό και αλλού, βασίζονται στην αφαλάτωση για την παροχή ασφαλούς πόσιμου νερού, η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν τα δύο τρίτα της κατανάλωσης. Το υπόλοιπο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, ως ψυκτικό μέσο στην παραγωγή ενέργειας, και στη γεωργία.
Περίπου ένας στους τέσσερις ανθρώπους ζει σε περιοχές όπου οι υδάτινοι πόροι είναι ανεπαρκείς στη διάρκεια ενός τμήματος του έτους, ενώ περίπου 500 εκατομμύρια αντιμετωπίζουν έλλειψη νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Την λειψυδρία επιδεινώνουν ο υπερπληθυσμός, η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή. Για κάθε βαθμό αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, περίπου το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού θα έχει κατά 20% χαμηλότερη πρόσβαση σε γλυκό νερό, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ.
Το 1990 λειτουργούσαν ήδη 3.000 εγκαταστάσεις αφαλάτωσης σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις, ο αριθμός θα φτάσει τις 17.500 μονάδες μέχρι το 2025, σύμφωνα με τον Καντίρ.
Για κάθε λίτρο φρέσκου νερού που εξάγεται από τη θάλασσα ή τις υφάλμυρες υδάτινες οδούς, ενάμισι λίτρο αλμυρού αποβλήτου, που ονομάζεται άλμη, απορρίπτεται απευθείας στον ωκεανό ή στο έδαφος.
Η υπερβολικά αλμυρή ουσία καθίσταται ακόμα πιο τοξική από τις χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία αφαλάτωσης, όπως το χλώριο και ο χαλκός, αναφέρουν οι ερευνητές από το Ινστιτούτο Υδάτων, Περιβάλλοντος και Υγείας του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών στο Οντάριο του Καναδά.
«Ο κόσμος παράγει λιγότερο αφαλατωμένο νερό από ό,τι άλμη», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Τύπου ο ερευνητής Μανζούρ Καντίρ. «Σχεδόν όλη η άλμη επιστρέφει στο περιβάλλον, κυρίως στον ωκεανό», πρόσθεσε.
Αυτό το επιπλέον αλάτι αυξάνει τη θερμοκρασία των παράκτιων υδάτων και μειώνει το επίπεδο οξυγόνου, το οποίο μπορεί να δημιουργήσει «νεκρές ζώνες» στον ωκεανό. Είναι δύσκολο για τους υδρόβιους οργανισμούς να λειτουργήσουν σε αυτές τις συνθήκες, καθώς χρειάζονται οξυγόνο για να επιβιώσουν, σύμφωνα με τον Καντίρ.
Περισσότερο από το 50% της άλμης προέρχεται μόνο από τέσσερις χώρες της Μέσης Ανατολής, τη Σαουδική Αραβία (22%), τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (20,2%), το Κουβέιτ (6%) και το Κατάρ (5,8%).
Η Βόρεια Αφρική, η Μέση Ανατολή και τα μικρά νησιωτικά κράτη στον Ειρηνικό και αλλού, βασίζονται στην αφαλάτωση για την παροχή ασφαλούς πόσιμου νερού, η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν τα δύο τρίτα της κατανάλωσης. Το υπόλοιπο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, ως ψυκτικό μέσο στην παραγωγή ενέργειας, και στη γεωργία.
Περίπου ένας στους τέσσερις ανθρώπους ζει σε περιοχές όπου οι υδάτινοι πόροι είναι ανεπαρκείς στη διάρκεια ενός τμήματος του έτους, ενώ περίπου 500 εκατομμύρια αντιμετωπίζουν έλλειψη νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.
Την λειψυδρία επιδεινώνουν ο υπερπληθυσμός, η ρύπανση και η κλιματική αλλαγή. Για κάθε βαθμό αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, περίπου το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού θα έχει κατά 20% χαμηλότερη πρόσβαση σε γλυκό νερό, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ.
Το 1990 λειτουργούσαν ήδη 3.000 εγκαταστάσεις αφαλάτωσης σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις, ο αριθμός θα φτάσει τις 17.500 μονάδες μέχρι το 2025, σύμφωνα με τον Καντίρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου