Η γενικευμένη αίσθηση συστημικού αδιεξόδου σε παγκόσμιο επίπεδο
οδηγεί πολλούς ανθρώπους, αρκετοί εκ των οποίων είναι ισχυροί
διαμορφωτές γνώμης, να διατυπώνουν ιδέες, περισσότερο ή λιγότερο
δουλεμένες, προς «άρσιν των δυσκολιών».
Μια από αυτές, που συζητείται ιδιαίτερα διεθνώς τον τελευταίο μήνα, είναι το «Μανιφέστο εκδημοκρατισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης», που συντάχθηκε από μια ομάδα 120 γνωστών Ευρωπαίων οικονομολόγων, ιστορικών και πολιτικών με επικεφαλής τον Τομά Πικετί και στόχο την αντιπαράθεση με τα δυό μείζονα σημερινά κακά:
«Η ήπειρός μας είναι εγκλωβισμένη μεταξύ πολιτικών κινημάτων, των οποίων το πρόγραμμα περιορίζεται στο κυνήγι των ξένων και των προσφύγων και, από την άλλη, σε άλλα που ισχυρίζονται ότι είναι ευρωπαϊκά, αλλά στην πραγματικότητα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ο σκληρός οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και η εξάπλωση του ανταγωνισμού επαρκούν, για να συγκροτηθεί ένα πολιτικό σχέδιο».
Προκειμένου να «απεγκλωβιστεί» η ήπειρος, λοιπόν, προτείνεται ένα –«κοστολογημένο», που θα έλεγε και ο Τσίπρας- σχέδιο φορολόγησης των ευνοημένων από την παγκοσμιοποίηση, των εκατομμυριούχων και των πολυεθνικών –μαζί και των εκπομπών ρύπων-, ώστε να αντιμετωπιστούν τα επείγοντα προβλήματα της φτώχιας, της μετανάστευσης, της κλιματικής αλλαγής και του δημοκρατικού ελλείμματος. Ως προς το τελευταίο δε, η επιτροπή εισηγείται μια ειδική θεσμική διευθέτηση προς μια «νέα ευρωπαϊκή εθνοσυνέλευση».
Πρόκειται για πρόταση, η οποία απευθύνεται στην «κοινή λογική».
Είναι ακραία (!) μετριοπαθής, δεν αμφισβητεί το παραμικρό από τη νεοφιλελεύθερη θέσμιση των αγορών και την ειδική παρουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν λέει καν την απαγορευμένη λέξη «καπιταλισμός». Σέβεται τις υπάρχουσες ευρωπαϊκές συνθήκες στο ακέραιο.
Από αυτήν την άποψη, μοιάζει καταπληκτικά στο πνεύμα της δικής μας «διαπραγμάτευσης» του πρώτου εξαμήνου του 2015. Τότε, ντε, που θα πείθαμε με τα λογικά μας μετριοπαθή επιχειρήματα τους «θεσμούς» για το δίκιο μας. Εμφορείται, δηλαδή, από την ιδέα πως οι «άλλοι», απλώς, δεν καταλαβαίνουν. Αν κάνουμε τον κόπο που απαιτείται, για να τους οδηγήσουμε στην ορθή κατανόηση, όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο.
Στην πραγματικότητα, το όνειρο των ανθρώπων αυτών είναι να παίξουν το ρόλο του Κέινς στην εποχή μας. «Να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του», δηλαδή.
Δύσκολο έργο.
Πρώτον, γιατί η πρότασή τους είναι εξαρχής «ηττημένη», όντας πολύ μετριοπαθέστερη της μεσοπολεμικής κεϊνσιανής –η οποία, ας θυμίσουμε, πρότεινε τον «θάνατο του εισοδηματία» και την «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων».
Έπειτα, αστοχεί περαιτέρω, στο μέτρο που αγνοεί τα συμφραζόμενα του κεϊνσιανισμού, η οποία ακολουθήθηκε από τη μεταπολεμική «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Συμφραζόμενα που αξονίζονταν γύρω από το μεγάλο φόβο των κυρίαρχων για επανάληψη των ρωσικών γεγονότων του 1917». Πάει να πει, το θέμα τότε δεν ήταν η σωτηρία του καπιταλισμού από τον εαυτό του, αλλά η σωτηρία του από την εργατική επανάσταση.
Δεν θα επεκταθώ. Θα πω μόνο πως, σήμερα, δεν υπάρχει θέση για κάποιον νέο Κέινς. Οι υλοποιήσιμες «εναλλακτικές» στην ασκούμενη πολιτική είναι μεγαλύτερη δόση από το ίδιο δολοφονικό μίγμα. Πράγμα που καταλαβαίνουν πολύ καλά οι ορίτζιναλ και προετοιμάζουν το μέλλον σχετικά, την ίδια στιγμή, που οι «μετριοπαθείς» φτιάχνουν μετριοπαθείς ονειροφαντασίες –αποτυγχάνοντας κατεξοχήν στο κριτήριο που επικαλούνται, τον «ρεαλισμό».
Όλοι οι «μετριοπαθείς» κάνουν το ίδιο. Από τον Πικετί –σύμβουλο της Ρουαγιάλ και του Ολάντ- μέχρι τον Τσίπρα –με σύμβουλο τη Ρότσιλντ και τη Λαζάρ-, θεωρούν πως υπάρχει χώρος για μια μετριοπαθή win win απάντηση. Απλώς, λένε βλακείες. Και αν ο Πικετί δεν πήρε κανένα στο λαιμό του, για τον Τσίπρα και το Βαρουφάκη δεν ισχύει καθόλου το ίδιο –μας έκαψαν κυριολεκτικά.
Τα ακούει, λοιπόν, αυτά το «σύστημα» κι αρχίζει την ειρωνεία. Βγαίνει, π.χ., ο Πρετεντέρης (Χρειάζεται ακόμη η Αριστερά;,“Νέα”, 22 Δεκεμβρίου) και γράφει: «Οι «120 διανοούμενοι» μας καλούν να λύσουμε ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει ή που είναι δευτερεύον (ανισότητες) και να προσπεράσουμε τα δύο προβλήματα που καίνε το μέσο ευρωπαίο πολίτη (ανάπτυξη και μεταναστευτικό) […] Στον ανθρωπάκο που αισθάνεται φοβισμένος, αποξενωμένος, εγκαταλελειμμένος, απειλούμενος, ο Πικετί προτείνει να του βάλουμε τέσσερις φόρους…».
Ο Πρετεντέρης, ιδεότυπος του συστημικού αγριανθρωπικού θρασιμιού λέει ψέμματα –με ύφος, μάλιστα. Ο Πικετί δεν προτείνει «να βάλουμε» στον ανθρωπάκο (sic) τέσσερις φόρους. Οι φόροι αφορούν τις επιχειρήσεις ενιαία σε όλη την ΕΕ, τους έχοντες εισόδημα άνω των 100000 ευρώ, τους κατόχους ακίνητης περιουσίας άνω του 1 εκατομμυρίου –και οι συντελεστές που προτείνονται είναι πολύ μικρότεροι από αυτούς που ίσχυαν στην «καλή» μεταπολεμική εποχή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Με αυτή τη φορολόγηση θα εξοικονομηθούν 800 δισεκατομμύρια ευρώ που θα διατεθούν σε καινοτομία, έρευνα, δημιουργία θέσεων εργασίας, πράσινη τεχνολογία, σε ταμείο μετανάστευσης για τις χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, ενώ τα 400 δισεκατομμύρια (2,5 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα επιστρέφεται στα εθνικά κράτη για την άσκηση δικής τους πολιτικής (στη χώρα μας αντιστοιχούν περίπου 10 δισεκατομμύρια ετησίως, ένα πραγματικά μεγάλο ποσό).
Μόνο που … δεν θα γίνει. Γιατί η άρχουσα τάξη, απλώς, δεν ενδιαφέρεται. Τα θρασίμια τύπου Πρετεντέρη αυτό, ακριβώς, εκφράζουν. Την παροξυσμική σκλήρυνση, το μίσος μιας τάξης –που βρίσκεται «στον κόσμο της»- απέναντι στους «ανθρωπάκους». Σκλήρυνση που είναι δομική και δεν εξαρτάται από τη βούληση κανενός.
Η καπιταλιστική συσσώρευση είναι που επιβάλλει αυτήν την στάση. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί πιά «να κάνει παραχωρήσεις». Το «ή εμείς ή αυτοί» είναι καταστατική του συνθήκη.
Γι’ αυτό και, ας με συγχωρέσει ο Βαρουφάκης, αλλά είναι αστεία τα όσα ισχυρίζεται στη συζήτησή του με τον Δημήτρη Μανιάτη, στο ίδιο με προηγουμένως φύλλο των “Νέων”.
«Ξέρεις, Δημήτρη, ποιοι με ζητούν για να κάνω ομιλίες; Οι τραπεζίτες. Γιατί οι ίδιοι καταλαβαίνουν πως ο τρόπος που κινούνται είναι καταστροφικός για τους ίδιους. Στις 5 Φεβρουαρίου θα μιλήσω στην ετήσια συνάντηση της Barclays στο Λονδίνο», μου λέει. «Αυτό δεν σε ανησυχεί;», τον ρωτώ λίγο προβοκατόρικα. «Όχι, καθόλου. Αυτό είναι το σύμπτωμα της μεγάλης κρίσης. Τραπεζίτες και εργαζόμενοι ζουν σε ανασφάλεια».
Και ήρθε ο Βαρουφάκης να τους σώσει από την ανασφάλεια: Τους εργαζόμενους μαζί με τους τραπεζίτες. Τον Αδόλφο μαζί με τον αλήτη. Την παρθένα και τον Σατανά.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Κυριολεκτικά, όμως. Δυστυχώς.
*Πηγή: alterthess.gr
Μια από αυτές, που συζητείται ιδιαίτερα διεθνώς τον τελευταίο μήνα, είναι το «Μανιφέστο εκδημοκρατισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης», που συντάχθηκε από μια ομάδα 120 γνωστών Ευρωπαίων οικονομολόγων, ιστορικών και πολιτικών με επικεφαλής τον Τομά Πικετί και στόχο την αντιπαράθεση με τα δυό μείζονα σημερινά κακά:
«Η ήπειρός μας είναι εγκλωβισμένη μεταξύ πολιτικών κινημάτων, των οποίων το πρόγραμμα περιορίζεται στο κυνήγι των ξένων και των προσφύγων και, από την άλλη, σε άλλα που ισχυρίζονται ότι είναι ευρωπαϊκά, αλλά στην πραγματικότητα συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ο σκληρός οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και η εξάπλωση του ανταγωνισμού επαρκούν, για να συγκροτηθεί ένα πολιτικό σχέδιο».
Προκειμένου να «απεγκλωβιστεί» η ήπειρος, λοιπόν, προτείνεται ένα –«κοστολογημένο», που θα έλεγε και ο Τσίπρας- σχέδιο φορολόγησης των ευνοημένων από την παγκοσμιοποίηση, των εκατομμυριούχων και των πολυεθνικών –μαζί και των εκπομπών ρύπων-, ώστε να αντιμετωπιστούν τα επείγοντα προβλήματα της φτώχιας, της μετανάστευσης, της κλιματικής αλλαγής και του δημοκρατικού ελλείμματος. Ως προς το τελευταίο δε, η επιτροπή εισηγείται μια ειδική θεσμική διευθέτηση προς μια «νέα ευρωπαϊκή εθνοσυνέλευση».
Πρόκειται για πρόταση, η οποία απευθύνεται στην «κοινή λογική».
Είναι ακραία (!) μετριοπαθής, δεν αμφισβητεί το παραμικρό από τη νεοφιλελεύθερη θέσμιση των αγορών και την ειδική παρουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν λέει καν την απαγορευμένη λέξη «καπιταλισμός». Σέβεται τις υπάρχουσες ευρωπαϊκές συνθήκες στο ακέραιο.
Από αυτήν την άποψη, μοιάζει καταπληκτικά στο πνεύμα της δικής μας «διαπραγμάτευσης» του πρώτου εξαμήνου του 2015. Τότε, ντε, που θα πείθαμε με τα λογικά μας μετριοπαθή επιχειρήματα τους «θεσμούς» για το δίκιο μας. Εμφορείται, δηλαδή, από την ιδέα πως οι «άλλοι», απλώς, δεν καταλαβαίνουν. Αν κάνουμε τον κόπο που απαιτείται, για να τους οδηγήσουμε στην ορθή κατανόηση, όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο.
Στην πραγματικότητα, το όνειρο των ανθρώπων αυτών είναι να παίξουν το ρόλο του Κέινς στην εποχή μας. «Να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του», δηλαδή.
Δύσκολο έργο.
Πρώτον, γιατί η πρότασή τους είναι εξαρχής «ηττημένη», όντας πολύ μετριοπαθέστερη της μεσοπολεμικής κεϊνσιανής –η οποία, ας θυμίσουμε, πρότεινε τον «θάνατο του εισοδηματία» και την «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων».
Έπειτα, αστοχεί περαιτέρω, στο μέτρο που αγνοεί τα συμφραζόμενα του κεϊνσιανισμού, η οποία ακολουθήθηκε από τη μεταπολεμική «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Συμφραζόμενα που αξονίζονταν γύρω από το μεγάλο φόβο των κυρίαρχων για επανάληψη των ρωσικών γεγονότων του 1917». Πάει να πει, το θέμα τότε δεν ήταν η σωτηρία του καπιταλισμού από τον εαυτό του, αλλά η σωτηρία του από την εργατική επανάσταση.
Δεν θα επεκταθώ. Θα πω μόνο πως, σήμερα, δεν υπάρχει θέση για κάποιον νέο Κέινς. Οι υλοποιήσιμες «εναλλακτικές» στην ασκούμενη πολιτική είναι μεγαλύτερη δόση από το ίδιο δολοφονικό μίγμα. Πράγμα που καταλαβαίνουν πολύ καλά οι ορίτζιναλ και προετοιμάζουν το μέλλον σχετικά, την ίδια στιγμή, που οι «μετριοπαθείς» φτιάχνουν μετριοπαθείς ονειροφαντασίες –αποτυγχάνοντας κατεξοχήν στο κριτήριο που επικαλούνται, τον «ρεαλισμό».
Όλοι οι «μετριοπαθείς» κάνουν το ίδιο. Από τον Πικετί –σύμβουλο της Ρουαγιάλ και του Ολάντ- μέχρι τον Τσίπρα –με σύμβουλο τη Ρότσιλντ και τη Λαζάρ-, θεωρούν πως υπάρχει χώρος για μια μετριοπαθή win win απάντηση. Απλώς, λένε βλακείες. Και αν ο Πικετί δεν πήρε κανένα στο λαιμό του, για τον Τσίπρα και το Βαρουφάκη δεν ισχύει καθόλου το ίδιο –μας έκαψαν κυριολεκτικά.
Τα ακούει, λοιπόν, αυτά το «σύστημα» κι αρχίζει την ειρωνεία. Βγαίνει, π.χ., ο Πρετεντέρης (Χρειάζεται ακόμη η Αριστερά;,“Νέα”, 22 Δεκεμβρίου) και γράφει: «Οι «120 διανοούμενοι» μας καλούν να λύσουμε ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει ή που είναι δευτερεύον (ανισότητες) και να προσπεράσουμε τα δύο προβλήματα που καίνε το μέσο ευρωπαίο πολίτη (ανάπτυξη και μεταναστευτικό) […] Στον ανθρωπάκο που αισθάνεται φοβισμένος, αποξενωμένος, εγκαταλελειμμένος, απειλούμενος, ο Πικετί προτείνει να του βάλουμε τέσσερις φόρους…».
Ο Πρετεντέρης, ιδεότυπος του συστημικού αγριανθρωπικού θρασιμιού λέει ψέμματα –με ύφος, μάλιστα. Ο Πικετί δεν προτείνει «να βάλουμε» στον ανθρωπάκο (sic) τέσσερις φόρους. Οι φόροι αφορούν τις επιχειρήσεις ενιαία σε όλη την ΕΕ, τους έχοντες εισόδημα άνω των 100000 ευρώ, τους κατόχους ακίνητης περιουσίας άνω του 1 εκατομμυρίου –και οι συντελεστές που προτείνονται είναι πολύ μικρότεροι από αυτούς που ίσχυαν στην «καλή» μεταπολεμική εποχή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Με αυτή τη φορολόγηση θα εξοικονομηθούν 800 δισεκατομμύρια ευρώ που θα διατεθούν σε καινοτομία, έρευνα, δημιουργία θέσεων εργασίας, πράσινη τεχνολογία, σε ταμείο μετανάστευσης για τις χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, ενώ τα 400 δισεκατομμύρια (2,5 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα επιστρέφεται στα εθνικά κράτη για την άσκηση δικής τους πολιτικής (στη χώρα μας αντιστοιχούν περίπου 10 δισεκατομμύρια ετησίως, ένα πραγματικά μεγάλο ποσό).
Μόνο που … δεν θα γίνει. Γιατί η άρχουσα τάξη, απλώς, δεν ενδιαφέρεται. Τα θρασίμια τύπου Πρετεντέρη αυτό, ακριβώς, εκφράζουν. Την παροξυσμική σκλήρυνση, το μίσος μιας τάξης –που βρίσκεται «στον κόσμο της»- απέναντι στους «ανθρωπάκους». Σκλήρυνση που είναι δομική και δεν εξαρτάται από τη βούληση κανενός.
Η καπιταλιστική συσσώρευση είναι που επιβάλλει αυτήν την στάση. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί πιά «να κάνει παραχωρήσεις». Το «ή εμείς ή αυτοί» είναι καταστατική του συνθήκη.
Γι’ αυτό και, ας με συγχωρέσει ο Βαρουφάκης, αλλά είναι αστεία τα όσα ισχυρίζεται στη συζήτησή του με τον Δημήτρη Μανιάτη, στο ίδιο με προηγουμένως φύλλο των “Νέων”.
«Ξέρεις, Δημήτρη, ποιοι με ζητούν για να κάνω ομιλίες; Οι τραπεζίτες. Γιατί οι ίδιοι καταλαβαίνουν πως ο τρόπος που κινούνται είναι καταστροφικός για τους ίδιους. Στις 5 Φεβρουαρίου θα μιλήσω στην ετήσια συνάντηση της Barclays στο Λονδίνο», μου λέει. «Αυτό δεν σε ανησυχεί;», τον ρωτώ λίγο προβοκατόρικα. «Όχι, καθόλου. Αυτό είναι το σύμπτωμα της μεγάλης κρίσης. Τραπεζίτες και εργαζόμενοι ζουν σε ανασφάλεια».
Και ήρθε ο Βαρουφάκης να τους σώσει από την ανασφάλεια: Τους εργαζόμενους μαζί με τους τραπεζίτες. Τον Αδόλφο μαζί με τον αλήτη. Την παρθένα και τον Σατανά.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Κυριολεκτικά, όμως. Δυστυχώς.
*Πηγή: alterthess.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου