«Όχι στη βάρδια μου», ή «αυτό δεν θα συμβεί στη βάρδια μου»
– είναι μια αμερικάνικη έκφραση (ίσως και αγγλοσαξωνική, δεν γνωρίζω
καλώς) που σημαίνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που λέμε εμείς, «όχι, όσο περνάει απ’ το χέρι μου». Πρόκειται για
μια έκφραση κατηγορηματικής αποφασιστικότητας εκείνων που παίρνουν στα σοβαρά τη δουλειά τους, έκφραση εργατικής προέλευσης που απηχεί τις εποχές όταν η εργασιακή συνείδηση και το αίσθημα καθήκοντος είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα στις κοινωνίες.
Σήμερα στην Ελλάδα βάρδια έχουν ο Τσίπρας και ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Και οι δύο (συν τα τσικό, δηλαδή τα δορυφορικά τους κόμματα) είναι υποχείρια (και υποπόδια) της ξενοκρατίαςσε όλες της τις εκδοχές, ΗΠΑ, Τρόικα, Ε.Ε., ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία, ένας γίγαντας με πήλινα πόδια, έχει επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου μόνον όταν και οι δύο είχαν ασθενείς κυβερνήσεις, όπως επί χούντας στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ή κατώτερες των περιστάσεων, όπως επί Σημίτη. Η Τουρκία τότε, υπό την αιγίδατων ΗΠΑ εκτίμησε σωστά την ελληνική δυσπραγία και χτύπησε.
Αν εκτιμά το ίδιο σωστά και σήμερα, είναι ένα ερώτημα. Τότε η Τουρκία ήταν ένας χωροφύλακας (και ταυτοχρόνως ένας σαματατζής) στην περιοχή, σήμερα είναι μια δύναμη που θεωρεί εαυτήν μεγάλη, αυτονομημένη, και με τα πόδια της πολύ έξω απ’ την κουβέρτα της. Επίσης σήμερα έχει αλλάξει δραματικά
το τεραίν. Πάντα ήταν πολύπλοκο, αλλά τώρα είναι και πολυπολικό. Με εξαιρετικά ρευστέςσυμμαχίες. Διεθνείς οργανισμοί, διεθνείς συμμαχίες, κράτη, εθνικές ομάδες, θρησκευτικοί άξονες, υποκινούμενες συμμορίες, συνθέτουν ένα σκηνικό κινούμενης άμμου, που θα χρειασθεί πολλά χρόνια για να αποκρυσταλωθεί.
Σε αυτό το τοπίο που αλλάζει γρήγορα και διαρκώς η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται σαν υπνωτισμένη, αργά, χάνοντας συνεχώς ειδικό βάρος και επιμένοντας σε μια πεπατημένη από καιρό πεθαμένη.
Το πρώτο χαρακτηριστικό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι δομικό. Είναι ο Κατευνασμός. Ο Κατευνασμός οδηγεί στον πόλεμο. Η επιμονή όμως των ελληνικών κυβερνήσεων σε αυτή την αυτοκαταστροφική πολιτική δεν είναι παράδοξη, διότι παράδοξες είναι και οι υπόλοιπες πτυχές της πολιτικής μας. Στην Ελλάδα
φαίνεται να πιστεύουμε ότι η διπλωματία παράγει ισχύ, ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Στην πραγματικότητα η διπλωματία είναι που βασίζεται στην ισχύ. Απόδειξη ότι και στον ΟΗΕ (όπου ουδέποτε τολμήσαμε να καταφύγουμε – στο Συμβούλιο Ασφαλείας) και στο ΝΑΤΟ καιστην Ε.Ε., αν όχι απομονωμένη αλλά πάντως αδύναμη είναι η Ελλάδα παρά η Τουρκία.
Η Τουρκία δεν τα έχει καλά με κανένα κράτος γύρω της πλην του Ιράν και (συγκυριακώς) της Ρωσίας, έχοντας εν τέλει συγκρουσθεί με όποιον έχει προσπαθήσει να προσεγγίσει (Ισραήλ, Αίγυπτος κ.ά.), και κατέχει έδαφος κράτους – μέλους της Ένωσης (της Κύπρου) – παρά ταύτα δείχνει να έχει στους διεθνείς, πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς σαφές προβάδισμα έναντι της χώρας μας. Ποιος φταίει για αυτό;
Η Ελλάδα επί δεκαετίες έχει βασισθεί σε αβαθούς επεξεργασίας κυβερνητικές πολιτικές, όπως « η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας» (και επιμένει σε αυτές παρότι βιαίως έχουν διαψευσθεί), έχει καλλιεργήσει στους Έλληνες μια Συβαριτική αντίληψη για την ίδια τους την ύπαρξη και έχει διαβρώσει την αμυντική της ικανότητα με τις μίζες στα εξοπλιστικά,
την υποβάθμιση της εκπαίδευσης, την αποθέωση της λοβιτούρας και της διαπλοκής, την έλλειψη εθνικής στρατηγικής και την αποθηρίωση της λεηλασίας των δημόσιων πόρων και του λαϊκού εισοδήματος.
Σήμερα η Ελλάδα, μια τρεμάμενη χώρα, εγκιβωτισμένη σε μνημόνια, με το κεντρικό της πολιτικό σύστημα να άγεται από δημαγωγούς και να φέρεται από ανίκανους, φαίνεται σαν να επαφίεται για τη σωτηρία της μόνον στο φιλότιμο των Ελλήνων. Έγκλημα! Το φιλότιμο των Ελλήνων χρειάζεται πόρους – από μόνον του αρκεί μόνον για το θαύμα.
Η αμυντική ικανότητα της χώρας προϋποθέτει το αυτεξούσιο του κράτους, την άνθηση του εκπαιδευτικού συστήματος, την εξασφάλιση της αξιοπρέπειας των πολιτών και τη δημογραφική προκοπή. Αντί αυτών οι Έλληνες έχουν διασυρθεί, τα σπίτια τους κινδυνεύουν, η νεολαία μας μεταναστεύει, ο δημόσιος πλούτος εκποιείται, η εργασία έχει ανασκολοπισθεί, ενώ ταυτοχρόνως
η κυρίαρχη κρατική ιδεολογία κινείται σε επίπεδο ΜΚΟ και κοσμείται από ιδιοτελείς φιρφιρίκους, που χαρακτηρίζουν ως εθνικισμό κάθε πατριωτική προσπάθεια να ανακοπεί και να αντιστραφεί η παρακμή. «Αν θέλεις ειρήνη πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος για πόλεμο» – με τέτοιες αυταπόδεικτες αλήθειες σταλμένες στην εξορία από τους αποχαυνωμένους (ή τους βαλτούς) που έχουν εξοικειώσει την ελληνική κοινωνία με την ειρήνη ως αυτονόητο (λες και έχουμε υπογράψει συμβόλαιο με τον θεό), η ώρα του «ατυχήματος» είναι θέμα χρόνου (ή διαταγής των «ανωτέρων αρχών»).
Αν αύριο (δηλαδή σήμερα) η Τουρκία διευρύνει τη ζώνη των γκρίζων περιοχών στο Αιγαίο, αν αύριο ιδούμε Τούρκους στρατιώτες πάνω σε κάποιο νησάκι, ο «αυτοπροσδιορισμός» θα σώσει την κατάσταση ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;
Αν δεν μπορείς να στέκεσαι ο ίδιος στα πόδια σου («με το σπαθί και το άροτρο»), αν έχεις εκχωρήσει τις τύχες σου στον φον Φιρφιρίκο Ντάισελμπλουμ, αν «η τύχη σου αποφασίζεται στη Ρώμη», γιατί τις αποφάσεις να μην τις παίρνει το Βερολίνο, η Άγκυρα, η Ουάσιγκτον, ο Μπουτάρης, τα Σκόπια ή τα Τίρανα;
Έχει πει ο Τσίπρας στην Άγκυρα «όχι, στη βάρδια μου»; Είναι μπετόν αρμέ σε αυτό με τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ κι όλους τους άλλους; (πλην των προδοτών της Χρυσής Αυγής).
Δεν υπάρχουν «ατυχήματα». Ξέρει η Τουρκία ότι θα έχει τεράστιο κόστος, αν πάει να κάνει Αφρίν την Καλόλιμνο; Αν το ξέρει, θα κάτσει ήσυχη. Αν δεν το ξέρει, φταίμε εμείς και η βάρδιά μας… Στάθης Σταυρόπουλος
*Πηγή: topontiki.gr
μια έκφραση κατηγορηματικής αποφασιστικότητας εκείνων που παίρνουν στα σοβαρά τη δουλειά τους, έκφραση εργατικής προέλευσης που απηχεί τις εποχές όταν η εργασιακή συνείδηση και το αίσθημα καθήκοντος είχαν μεγαλύτερη βαρύτητα στις κοινωνίες.
Σήμερα στην Ελλάδα βάρδια έχουν ο Τσίπρας και ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Και οι δύο (συν τα τσικό, δηλαδή τα δορυφορικά τους κόμματα) είναι υποχείρια (και υποπόδια) της ξενοκρατίαςσε όλες της τις εκδοχές, ΗΠΑ, Τρόικα, Ε.Ε., ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία, ένας γίγαντας με πήλινα πόδια, έχει επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου μόνον όταν και οι δύο είχαν ασθενείς κυβερνήσεις, όπως επί χούντας στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ή κατώτερες των περιστάσεων, όπως επί Σημίτη. Η Τουρκία τότε, υπό την αιγίδατων ΗΠΑ εκτίμησε σωστά την ελληνική δυσπραγία και χτύπησε.
Αν εκτιμά το ίδιο σωστά και σήμερα, είναι ένα ερώτημα. Τότε η Τουρκία ήταν ένας χωροφύλακας (και ταυτοχρόνως ένας σαματατζής) στην περιοχή, σήμερα είναι μια δύναμη που θεωρεί εαυτήν μεγάλη, αυτονομημένη, και με τα πόδια της πολύ έξω απ’ την κουβέρτα της. Επίσης σήμερα έχει αλλάξει δραματικά
το τεραίν. Πάντα ήταν πολύπλοκο, αλλά τώρα είναι και πολυπολικό. Με εξαιρετικά ρευστέςσυμμαχίες. Διεθνείς οργανισμοί, διεθνείς συμμαχίες, κράτη, εθνικές ομάδες, θρησκευτικοί άξονες, υποκινούμενες συμμορίες, συνθέτουν ένα σκηνικό κινούμενης άμμου, που θα χρειασθεί πολλά χρόνια για να αποκρυσταλωθεί.
Σε αυτό το τοπίο που αλλάζει γρήγορα και διαρκώς η ελληνική εξωτερική πολιτική κινείται σαν υπνωτισμένη, αργά, χάνοντας συνεχώς ειδικό βάρος και επιμένοντας σε μια πεπατημένη από καιρό πεθαμένη.
Το πρώτο χαρακτηριστικό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι δομικό. Είναι ο Κατευνασμός. Ο Κατευνασμός οδηγεί στον πόλεμο. Η επιμονή όμως των ελληνικών κυβερνήσεων σε αυτή την αυτοκαταστροφική πολιτική δεν είναι παράδοξη, διότι παράδοξες είναι και οι υπόλοιπες πτυχές της πολιτικής μας. Στην Ελλάδα
φαίνεται να πιστεύουμε ότι η διπλωματία παράγει ισχύ, ενώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Στην πραγματικότητα η διπλωματία είναι που βασίζεται στην ισχύ. Απόδειξη ότι και στον ΟΗΕ (όπου ουδέποτε τολμήσαμε να καταφύγουμε – στο Συμβούλιο Ασφαλείας) και στο ΝΑΤΟ καιστην Ε.Ε., αν όχι απομονωμένη αλλά πάντως αδύναμη είναι η Ελλάδα παρά η Τουρκία.
Η Τουρκία δεν τα έχει καλά με κανένα κράτος γύρω της πλην του Ιράν και (συγκυριακώς) της Ρωσίας, έχοντας εν τέλει συγκρουσθεί με όποιον έχει προσπαθήσει να προσεγγίσει (Ισραήλ, Αίγυπτος κ.ά.), και κατέχει έδαφος κράτους – μέλους της Ένωσης (της Κύπρου) – παρά ταύτα δείχνει να έχει στους διεθνείς, πολιτικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς σαφές προβάδισμα έναντι της χώρας μας. Ποιος φταίει για αυτό;
Η Ελλάδα επί δεκαετίες έχει βασισθεί σε αβαθούς επεξεργασίας κυβερνητικές πολιτικές, όπως « η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας» (και επιμένει σε αυτές παρότι βιαίως έχουν διαψευσθεί), έχει καλλιεργήσει στους Έλληνες μια Συβαριτική αντίληψη για την ίδια τους την ύπαρξη και έχει διαβρώσει την αμυντική της ικανότητα με τις μίζες στα εξοπλιστικά,
την υποβάθμιση της εκπαίδευσης, την αποθέωση της λοβιτούρας και της διαπλοκής, την έλλειψη εθνικής στρατηγικής και την αποθηρίωση της λεηλασίας των δημόσιων πόρων και του λαϊκού εισοδήματος.
Σήμερα η Ελλάδα, μια τρεμάμενη χώρα, εγκιβωτισμένη σε μνημόνια, με το κεντρικό της πολιτικό σύστημα να άγεται από δημαγωγούς και να φέρεται από ανίκανους, φαίνεται σαν να επαφίεται για τη σωτηρία της μόνον στο φιλότιμο των Ελλήνων. Έγκλημα! Το φιλότιμο των Ελλήνων χρειάζεται πόρους – από μόνον του αρκεί μόνον για το θαύμα.
Η αμυντική ικανότητα της χώρας προϋποθέτει το αυτεξούσιο του κράτους, την άνθηση του εκπαιδευτικού συστήματος, την εξασφάλιση της αξιοπρέπειας των πολιτών και τη δημογραφική προκοπή. Αντί αυτών οι Έλληνες έχουν διασυρθεί, τα σπίτια τους κινδυνεύουν, η νεολαία μας μεταναστεύει, ο δημόσιος πλούτος εκποιείται, η εργασία έχει ανασκολοπισθεί, ενώ ταυτοχρόνως
η κυρίαρχη κρατική ιδεολογία κινείται σε επίπεδο ΜΚΟ και κοσμείται από ιδιοτελείς φιρφιρίκους, που χαρακτηρίζουν ως εθνικισμό κάθε πατριωτική προσπάθεια να ανακοπεί και να αντιστραφεί η παρακμή. «Αν θέλεις ειρήνη πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος για πόλεμο» – με τέτοιες αυταπόδεικτες αλήθειες σταλμένες στην εξορία από τους αποχαυνωμένους (ή τους βαλτούς) που έχουν εξοικειώσει την ελληνική κοινωνία με την ειρήνη ως αυτονόητο (λες και έχουμε υπογράψει συμβόλαιο με τον θεό), η ώρα του «ατυχήματος» είναι θέμα χρόνου (ή διαταγής των «ανωτέρων αρχών»).
Αν αύριο (δηλαδή σήμερα) η Τουρκία διευρύνει τη ζώνη των γκρίζων περιοχών στο Αιγαίο, αν αύριο ιδούμε Τούρκους στρατιώτες πάνω σε κάποιο νησάκι, ο «αυτοπροσδιορισμός» θα σώσει την κατάσταση ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο;
Αν δεν μπορείς να στέκεσαι ο ίδιος στα πόδια σου («με το σπαθί και το άροτρο»), αν έχεις εκχωρήσει τις τύχες σου στον φον Φιρφιρίκο Ντάισελμπλουμ, αν «η τύχη σου αποφασίζεται στη Ρώμη», γιατί τις αποφάσεις να μην τις παίρνει το Βερολίνο, η Άγκυρα, η Ουάσιγκτον, ο Μπουτάρης, τα Σκόπια ή τα Τίρανα;
Έχει πει ο Τσίπρας στην Άγκυρα «όχι, στη βάρδια μου»; Είναι μπετόν αρμέ σε αυτό με τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ κι όλους τους άλλους; (πλην των προδοτών της Χρυσής Αυγής).
Δεν υπάρχουν «ατυχήματα». Ξέρει η Τουρκία ότι θα έχει τεράστιο κόστος, αν πάει να κάνει Αφρίν την Καλόλιμνο; Αν το ξέρει, θα κάτσει ήσυχη. Αν δεν το ξέρει, φταίμε εμείς και η βάρδιά μας… Στάθης Σταυρόπουλος
*Πηγή: topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου