Και βεβαίως το Survivor είναι μια βαθιά πολιτική υπόθεση.
Συνιστά μια προσομοίωση της κοινωνίας, έτσι όπως τη θέλει η εξουσία.
Μιας κοινωνίας «ναυαγών» που αθλούνται στην πείνα.
Δύο ομάδες, που εναλλάξ η μία φυτοζωεί, η άλλη πεινάει. Δυο ομάδες ομοιότροπες, που δεν τις χωρίζει καμιά ιδεολογική ή πολιτική διαφορά (περίπου όπως τα κυρίαρχα κόμματα στη σημερινή Bουλή) και τις προσδιορίζει ο αγώνας για την καρύδα (όπως αντιστοίχως για την καρέκλα).
Η χόρτασή μου η πείνα σου, ο θάνατός σου η ζωή μου, είναι ο ύψιστος στόχος δύο ομάδων που συκοφαντούν κάθε έννοια συλλογικότητας, λογικής, ηθικής, πολιτικής και πολιτισμού. Δυο ομάδες ομοούσιες,
απολύτως υποταγμένες στους κανόνες του παιχνιδιού – στους κανόνες της εξουσίας. Δυο ευκαιριακές συνθέσεις ατόμων που πρέπει να αποδεικνύουν ότι δεν είναι πρόσωπα, ότι δεν έχουν χρώματα και σημαίες, ότι μπορούν να αλλάζουν φανέλες,
ότι προσαρμόζονται
και ότι με το παράδειγμά τους μπορούν να μας εθίσουν στο αξίωμα ότι η υποταγή οδηγεί στην επιβίωση.
Το «παιχνίδι» αυτό είναι ασφαλώς μια επικερδέστατη μπίζνα για το κανάλι που το προβάλλει (και οι φιλοδοξίες του ίσως να φθάνουν έως εκεί – στα φράγκα), αλλά η δομή του βασίζεται στην παθολογία που οι εξουσίες θέλουν να δημιουργούν στις κοινωνίες, ενώ η επιτυχία του ξεπερνά και τα πιο τρελά όνειρα αυτών των εξουσιών – πράγμα που
μεταθέτει την ευθύνη για αυτήν την επιτυχία στην κοινωνία. Κι αυτό δεν είναι οξύμωρο. Το Survivor δεν είναι μόνον ένας παραμορφωτικός καθρέφτης στον οποίον μεγεθύνονται κοινωνικές παθολογίες, αλλά και ένα κάτοπτρο μέσα στο οποίο μεγάλο μέρος της κοινωνίας βλέπει αυτά που συμβαίνουν στην ίδια. Και ταυτίζεται.
Θα έλεγε κανείς, αν ήταν προβοκάτορας, ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι τόσο καταπτοημένο, ώστε να αρέσκεται πλέον να παρακολουθεί -υπό μορφήν θεάματος- τη λειτουργία των μηχανισμών που το αποβλακώνουν. Ενα Σύνδρομο της Στοκχόλμης σε μαζική κλίμακα.
Δεν είναι κάτι το καινοφανές, ούτε είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι μιμούνται τους πιθήκους. Επίσης, δεν είναι η πρόθεσή μας στο σημείωμα αυτό να κρίνουμε τους παίκτες και τα κίνητρά τους, αλλά να παρατηρήσουμε πώς λειτουργούν τα πιόνια σε ένα παιγνίδι με τόσο μεγάλη κοινωνική απήχηση – που μόνον η αμηχανία μας (ή η αλαζονεία μας) θα μπορούσε να σνομπάρει. Οι πολίτες
που απεχθάνονται το Survivor είναι και πάλι μια μειοψηφία. Η πλειοψηφία ή ταυτίζεται με το παίγνιον, ή διασκεδάζει την ανία της, ή καταφεύγει σε μια «ξένη» μιζέρια για να ξεφύγει από τη δική της. Σε αυτό το παιχνίδι
δεν παίζουν κανονικοί ή κοινοί άνθρωποι, common people όπως λένε οι Αγγλοι, αλλά είδωλα μέσα απ’ τη ζωή των οποίων το lifestyle μάθαινε επί δεκαετίες τους κοινούς ανθρώπους να ζουν τη δική τους ζωή. Μπορεί σήμερα, μετά τον θάνατο του lifestyle, τα είδωλα αυτά να είναι συνήθως φθηνιάρικα, αλλά η συνταγή παραμένει η ίδια: να ψιμυθιώνει κανείς τα βάσανά του με το γκλάμουρ κατασκευασμένων όντων, με το photoshop μιας εικονικής πραγματικότητας, με ένα λαχείο που δεν θα σου κληρώσει ποτέ – ώσπου λήγοντα στον λήγοντα να λήξεις.
Αν συγκρίνει κανείς παλαιότερα ριάλιτυ σώου με το Survivor, θα τα βρει πιο ενδιαφέροντα, απόδειξη ότι η παρακμή χρόνο με τον χρόνο οδηγεί σε όλο και πιο ευτελή προϊόντα, σε όλο και πιο ανόητες καταστάσεις – με λείο εγκέφαλο.
Τι βλέπουμε στο Survivor; Εν πρώτοις, το «διαίρει και βασίλευε» με τον επιμερισμό των παικτών σε δύο αντιμαχόμενες (που θα μπορούσαν να ήταν σύμμαχες) ομάδες, σε δύο «σταυροφορίες χωρίς σταυρό». Ακριβώς όπως «πρέπει» να συμβαίνει στις κοινωνίες: για όσα σου κάνει ο αποπάνω να σου φταίει ο διπλανός. Ο διαρκής και βλακώδης διαχωρισμός. Σε «ιδιωτικούς» και «δημόσιους» υπαλλήλους, φέρ’ ειπείν. Οπου ο θάνατος της κατσίκας του γείτονα χορταίνει τον πρωτογονισμό όσων σκέφτονται μόνον με στερεότυπα.
Στον κόσμο του Survivor, που παραπέμπει σε μια επιστροφή (της ελεεινής μορφής) στη φύση (της ελεεινής μορφής) -σε ένα «εξωτικό νησί» βγαλμένο μέσα από τις σελίδες των περιοδικών και τις σκηνές τηλεοπτικών σειρών-,
δυο μπουλούκια κάνουν χύδην ψυχανάλυση το ένα στο άλλο, αγωνίζονται σε έναν γελοιωδέστατο «στίβο», που προσβάλλει κάθε είδους σχολή σωματικής αγωγής, ομιλούν τα ελληνικά των εκατό λέξεων, κακοποιούν τις λέξεις, τις έννοιες και το συντακτικό σε κάθε τους φράση, ενώ ταυτοχρόνως συνοδεύουν τα λεγόμενά τους με τηλεοπτικού τύπου χειρονομίες και άλλους πιθηκισμούς.
Δύο αξιοθρήνητα σύνολα, τα μέλη των οποίων αποδίδουν τα ίδια στον εαυτόν τους το «ηθικό πλεονέκτημα», διαθέτοντας ταυτοχρόνως και τον κυνισμό που χρειάζεται για να αναφέρονται στη δική τους ιδιοτέλεια – έναν κυνισμό που θεωρούν ειλικρίνεια,
και μια δολιότητα που αναγκαστικώς πρέπει να μετέλθουν για να «επιβιώσουν» ώστε να φθάσουν στην τελική φάση του παιχνιδιού. Στον κόσμο αυτό η «υποψηφιότητα» δεν παραπέμπει στην εκλογή αλλά στην απομάκρυνση, στον εξοστρακισμό. Οπου, μάλιστα, ο αποσυνάγωγος πρέπει να «δικαιώσει», να επαινέσει την καταδίκη του.
Ο εν δυνάμει παρίας μαρτυρά τον χρυσούν κανόνα της λειτουργίας των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης, όπου πάντα υπάρχει ένας κατώτερος, όπου κάποιος οδεύει προς την εξάλειψη – άρα εμείς καλά είμαστε, τουλάχιστον για την ώρα. Ωσπου να ’ρθει η ώρα μας.
Θα μου πείτε: όλα αυτά στο Survivor; Ναι. Υποδορίως. Οπερ ακόμα πιο επικίνδυνο. Αυτά και άλλα πολλά. Που μου διαφεύγουν.
Αυτό το παιχνίδι, η επικοινωνιακή του διαχείριση, η κατασκευή (εκτός παιχνιδιού) γεγονότων που αφορούν τη διόγκωση του ενδιαφέροντος για το παιχνίδι, η έμμεση συμμετοχή σε αυτό των διαδικτυακών κερκίδων, συνιστούν μια επιτυχία κατά τον τρόπο που τα φράγκα και η ισχύς αντιλαμβάνονται την επιτυχία.
Το Survivor δεν είναι μια εμφανώς αισχρή κατάσταση – αν ήταν, η κοινωνία θα το απέρριπτε. Είναι μια κατάσταση αισχρή στο βάθος της, που μπορεί να εμφανίζει τον εαυτόν της ανώδυνον. Μια κατάσταση που στην επιφάνειά της περιέχει το γελοίο και το ανόητο σε δόσεις που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτεροι -στον καναπέ μας- από τους φουκαράδες που τρώνε καρύδες (εμείς τις καρύδες τις ψωνίζουμε απ’ το σουπερμάρκετ). Νιώθουμε
επίσης ότι πρόκειται για πρόσωπα αναλώσιμα, ότι η δόξα τους είναι πεπερασμένη, ότι στο τέλος οι περισσότεροι θα καταλήξουν στα αζήτητα – στον ίδιον ορίζοντα μεταξύ κουζίνας-λίβινγκ ρουμ-κρεβατοκάμαρας που κινείται και η δική μας φτωχοζωή.
Αλλωστε και το ίδιο το παιχνίδι, παρά το όνομά του, πέπρωται να πεθάνει – ενώ τη συνταγή του κάποτε η κόπωση του κοινού θα καταβάλει. Αλλο τι, χειρότερο πιθανόν, θα το διαδεχθεί.
Σε μια χώρα που τα παιδιά στα σχολεία δεν βλέπουν με οπτικοακουστικά μέσα τη ζωή των ανθρώπων στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα ή στην Πόλη του 11ου μ.Χ. αιώνα, που η κοσμογραφία είναι μάθημα της μιας ώρας, σε μια χώρα που ο Τσίπρας λέει ψέματα σαν να πίνει νερό, που ο Σόιμπλε χειρουργεί στα νοσοκομεία και το Σύνταγμα κρατείται στα υπόγεια της οδού Μπουμπουλίνας, γιατί να μην «ξεχνιόμαστε με ένα Survivor»;
Στάθης Σταυρόπουλος
*Πηγή: enikos.gr
Δύο ομάδες, που εναλλάξ η μία φυτοζωεί, η άλλη πεινάει. Δυο ομάδες ομοιότροπες, που δεν τις χωρίζει καμιά ιδεολογική ή πολιτική διαφορά (περίπου όπως τα κυρίαρχα κόμματα στη σημερινή Bουλή) και τις προσδιορίζει ο αγώνας για την καρύδα (όπως αντιστοίχως για την καρέκλα).
Η χόρτασή μου η πείνα σου, ο θάνατός σου η ζωή μου, είναι ο ύψιστος στόχος δύο ομάδων που συκοφαντούν κάθε έννοια συλλογικότητας, λογικής, ηθικής, πολιτικής και πολιτισμού. Δυο ομάδες ομοούσιες,
απολύτως υποταγμένες στους κανόνες του παιχνιδιού – στους κανόνες της εξουσίας. Δυο ευκαιριακές συνθέσεις ατόμων που πρέπει να αποδεικνύουν ότι δεν είναι πρόσωπα, ότι δεν έχουν χρώματα και σημαίες, ότι μπορούν να αλλάζουν φανέλες,
ότι προσαρμόζονται
και ότι με το παράδειγμά τους μπορούν να μας εθίσουν στο αξίωμα ότι η υποταγή οδηγεί στην επιβίωση.
Το «παιχνίδι» αυτό είναι ασφαλώς μια επικερδέστατη μπίζνα για το κανάλι που το προβάλλει (και οι φιλοδοξίες του ίσως να φθάνουν έως εκεί – στα φράγκα), αλλά η δομή του βασίζεται στην παθολογία που οι εξουσίες θέλουν να δημιουργούν στις κοινωνίες, ενώ η επιτυχία του ξεπερνά και τα πιο τρελά όνειρα αυτών των εξουσιών – πράγμα που
μεταθέτει την ευθύνη για αυτήν την επιτυχία στην κοινωνία. Κι αυτό δεν είναι οξύμωρο. Το Survivor δεν είναι μόνον ένας παραμορφωτικός καθρέφτης στον οποίον μεγεθύνονται κοινωνικές παθολογίες, αλλά και ένα κάτοπτρο μέσα στο οποίο μεγάλο μέρος της κοινωνίας βλέπει αυτά που συμβαίνουν στην ίδια. Και ταυτίζεται.
Θα έλεγε κανείς, αν ήταν προβοκάτορας, ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι τόσο καταπτοημένο, ώστε να αρέσκεται πλέον να παρακολουθεί -υπό μορφήν θεάματος- τη λειτουργία των μηχανισμών που το αποβλακώνουν. Ενα Σύνδρομο της Στοκχόλμης σε μαζική κλίμακα.
Δεν είναι κάτι το καινοφανές, ούτε είναι η πρώτη φορά που οι άνθρωποι μιμούνται τους πιθήκους. Επίσης, δεν είναι η πρόθεσή μας στο σημείωμα αυτό να κρίνουμε τους παίκτες και τα κίνητρά τους, αλλά να παρατηρήσουμε πώς λειτουργούν τα πιόνια σε ένα παιγνίδι με τόσο μεγάλη κοινωνική απήχηση – που μόνον η αμηχανία μας (ή η αλαζονεία μας) θα μπορούσε να σνομπάρει. Οι πολίτες
που απεχθάνονται το Survivor είναι και πάλι μια μειοψηφία. Η πλειοψηφία ή ταυτίζεται με το παίγνιον, ή διασκεδάζει την ανία της, ή καταφεύγει σε μια «ξένη» μιζέρια για να ξεφύγει από τη δική της. Σε αυτό το παιχνίδι
δεν παίζουν κανονικοί ή κοινοί άνθρωποι, common people όπως λένε οι Αγγλοι, αλλά είδωλα μέσα απ’ τη ζωή των οποίων το lifestyle μάθαινε επί δεκαετίες τους κοινούς ανθρώπους να ζουν τη δική τους ζωή. Μπορεί σήμερα, μετά τον θάνατο του lifestyle, τα είδωλα αυτά να είναι συνήθως φθηνιάρικα, αλλά η συνταγή παραμένει η ίδια: να ψιμυθιώνει κανείς τα βάσανά του με το γκλάμουρ κατασκευασμένων όντων, με το photoshop μιας εικονικής πραγματικότητας, με ένα λαχείο που δεν θα σου κληρώσει ποτέ – ώσπου λήγοντα στον λήγοντα να λήξεις.
Αν συγκρίνει κανείς παλαιότερα ριάλιτυ σώου με το Survivor, θα τα βρει πιο ενδιαφέροντα, απόδειξη ότι η παρακμή χρόνο με τον χρόνο οδηγεί σε όλο και πιο ευτελή προϊόντα, σε όλο και πιο ανόητες καταστάσεις – με λείο εγκέφαλο.
Τι βλέπουμε στο Survivor; Εν πρώτοις, το «διαίρει και βασίλευε» με τον επιμερισμό των παικτών σε δύο αντιμαχόμενες (που θα μπορούσαν να ήταν σύμμαχες) ομάδες, σε δύο «σταυροφορίες χωρίς σταυρό». Ακριβώς όπως «πρέπει» να συμβαίνει στις κοινωνίες: για όσα σου κάνει ο αποπάνω να σου φταίει ο διπλανός. Ο διαρκής και βλακώδης διαχωρισμός. Σε «ιδιωτικούς» και «δημόσιους» υπαλλήλους, φέρ’ ειπείν. Οπου ο θάνατος της κατσίκας του γείτονα χορταίνει τον πρωτογονισμό όσων σκέφτονται μόνον με στερεότυπα.
Στον κόσμο του Survivor, που παραπέμπει σε μια επιστροφή (της ελεεινής μορφής) στη φύση (της ελεεινής μορφής) -σε ένα «εξωτικό νησί» βγαλμένο μέσα από τις σελίδες των περιοδικών και τις σκηνές τηλεοπτικών σειρών-,
δυο μπουλούκια κάνουν χύδην ψυχανάλυση το ένα στο άλλο, αγωνίζονται σε έναν γελοιωδέστατο «στίβο», που προσβάλλει κάθε είδους σχολή σωματικής αγωγής, ομιλούν τα ελληνικά των εκατό λέξεων, κακοποιούν τις λέξεις, τις έννοιες και το συντακτικό σε κάθε τους φράση, ενώ ταυτοχρόνως συνοδεύουν τα λεγόμενά τους με τηλεοπτικού τύπου χειρονομίες και άλλους πιθηκισμούς.
Δύο αξιοθρήνητα σύνολα, τα μέλη των οποίων αποδίδουν τα ίδια στον εαυτόν τους το «ηθικό πλεονέκτημα», διαθέτοντας ταυτοχρόνως και τον κυνισμό που χρειάζεται για να αναφέρονται στη δική τους ιδιοτέλεια – έναν κυνισμό που θεωρούν ειλικρίνεια,
και μια δολιότητα που αναγκαστικώς πρέπει να μετέλθουν για να «επιβιώσουν» ώστε να φθάσουν στην τελική φάση του παιχνιδιού. Στον κόσμο αυτό η «υποψηφιότητα» δεν παραπέμπει στην εκλογή αλλά στην απομάκρυνση, στον εξοστρακισμό. Οπου, μάλιστα, ο αποσυνάγωγος πρέπει να «δικαιώσει», να επαινέσει την καταδίκη του.
Ο εν δυνάμει παρίας μαρτυρά τον χρυσούν κανόνα της λειτουργίας των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης, όπου πάντα υπάρχει ένας κατώτερος, όπου κάποιος οδεύει προς την εξάλειψη – άρα εμείς καλά είμαστε, τουλάχιστον για την ώρα. Ωσπου να ’ρθει η ώρα μας.
Θα μου πείτε: όλα αυτά στο Survivor; Ναι. Υποδορίως. Οπερ ακόμα πιο επικίνδυνο. Αυτά και άλλα πολλά. Που μου διαφεύγουν.
Αυτό το παιχνίδι, η επικοινωνιακή του διαχείριση, η κατασκευή (εκτός παιχνιδιού) γεγονότων που αφορούν τη διόγκωση του ενδιαφέροντος για το παιχνίδι, η έμμεση συμμετοχή σε αυτό των διαδικτυακών κερκίδων, συνιστούν μια επιτυχία κατά τον τρόπο που τα φράγκα και η ισχύς αντιλαμβάνονται την επιτυχία.
Το Survivor δεν είναι μια εμφανώς αισχρή κατάσταση – αν ήταν, η κοινωνία θα το απέρριπτε. Είναι μια κατάσταση αισχρή στο βάθος της, που μπορεί να εμφανίζει τον εαυτόν της ανώδυνον. Μια κατάσταση που στην επιφάνειά της περιέχει το γελοίο και το ανόητο σε δόσεις που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτεροι -στον καναπέ μας- από τους φουκαράδες που τρώνε καρύδες (εμείς τις καρύδες τις ψωνίζουμε απ’ το σουπερμάρκετ). Νιώθουμε
επίσης ότι πρόκειται για πρόσωπα αναλώσιμα, ότι η δόξα τους είναι πεπερασμένη, ότι στο τέλος οι περισσότεροι θα καταλήξουν στα αζήτητα – στον ίδιον ορίζοντα μεταξύ κουζίνας-λίβινγκ ρουμ-κρεβατοκάμαρας που κινείται και η δική μας φτωχοζωή.
Αλλωστε και το ίδιο το παιχνίδι, παρά το όνομά του, πέπρωται να πεθάνει – ενώ τη συνταγή του κάποτε η κόπωση του κοινού θα καταβάλει. Αλλο τι, χειρότερο πιθανόν, θα το διαδεχθεί.
Σε μια χώρα που τα παιδιά στα σχολεία δεν βλέπουν με οπτικοακουστικά μέσα τη ζωή των ανθρώπων στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα ή στην Πόλη του 11ου μ.Χ. αιώνα, που η κοσμογραφία είναι μάθημα της μιας ώρας, σε μια χώρα που ο Τσίπρας λέει ψέματα σαν να πίνει νερό, που ο Σόιμπλε χειρουργεί στα νοσοκομεία και το Σύνταγμα κρατείται στα υπόγεια της οδού Μπουμπουλίνας, γιατί να μην «ξεχνιόμαστε με ένα Survivor»;
Στάθης Σταυρόπουλος
*Πηγή: enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου