Η γελοιογραφία εκφράζεται διά της παραβολής, διά της
υπερβολής, διακόπτει την κομφορμιστική ακολουθία των πραγμάτων, είναι
ανατρεπτική, αναζητά την αλήθεια και ως εκ τούτου γίνεται συχνά
επαναστατική, η γελοιογραφία ανιχνεύει τα όρια ανάμεσα στο γελοίο και το
τραγικό, ενδύεται το σκώμμα και περιέχει τη θλίψη, άλλοτε πάλι κάνει
απλώς πλάκα, η γελοιογραφία έλκει τη γέννησή της από τη σάτιρα που είναι
κόρη της δημοκρατίας,
βρίσκει τρόπους να υπάρχει υπό όλες τις πολιτειακές συνθήκες, αποτυπώνει
τις ελπίδες και τους φόβους, μπορεί να είναι η τελευταία λέξη της
απελπισίας και το σήμα του θάρρους, η γελοιογραφία βγάζει τη γλώσσα της
στον Θεό και στον Διάβολο, κατάγεται από το πρώτο γέλιο των ανθρώπων,
είναι λόγια και λαϊκή, ζει σαν ελεύθερο πουλί, η λογική της είναι λοξή, η
γελοιογραφία
είναι μια λέξη με λάθος ορθογραφία.
Ολα τα παραπάνω εξαρτώνται από τον γελοιογράφο, την παιδεία του, την ιδεολογία του, τις αρχές και τον κώδικά του. Συναρτώνται, επίσης, με το έντυπο που περιέχει τη γελοιογραφία, τον προσανατολισμό του, τη γραμμή του, τις επιδιώξεις του. Προς όλα αυτά η γελοιογραφία άλλοτε συγκλίνει, άλλοτε αποκλίνει, η συνύπαρξη είναι θέμα προτεραιοτήτων,
ελευθεροτυπίας δηλαδή ή λογοκρισίας και -ακόμα χειρότερα- αυτολογοκρισίας. Το βέβαιον είναι ότι ούτε οι εκδότες ούτε οι διευθυντές κάνουν γελοιογραφίες, προσλαμβάνουν όμως ή απολύουν γελοιογράφους. Η μόνη δύναμη των οποίων είναι οι αναγνώστες. Το «πέρασμα» δηλαδή που έχει η δουλειά τους στους σκεπτόμενους πολίτες. Σε
αυτήν τη δουλειά υπάρχουν όρια και συμβιβασμοί. Ανορίοτος είναι μόνον ο φασισμός και η βλακεία. Η γελοιογραφία έχει την πειθαρχία της ελευθερίας που επιδιώκει. Και η ελευθερία, σε αντίθεση με την ελευθεριότητα, είναι ένα σύστημα ορίων και σεβασμού όλων προς όλους – αυτή είναι η διαφορά της πόλης και του πολιτισμού από τη ζούγκλα.
Η γελοιογραφία που εξαπατά, με τον καιρό σβήνει. Διότι το ψεύδος της γίνεται αντιληπτό από τον αποδέκτη της, τον αναγνώστη. Γελοιογράφος και αναγνώστης αποκτούν με τον χρόνο μια προσωπική σχέση που σηκώνει σφάλματα, αλλά όχι κοροϊδία. Αλλωστε, αυτό που κατ’ εξοχήν περιγράφει η γελοιογραφία (τη σχέση πολιτών – εξουσίας) συνεπάγεται μιαν ειλικρίνεια στη σχέση γελοιογράφου – αναγνώστη.
Υπάρχουν αναγνώστες που αρέσκονται στον κυνισμό, τις εξυπνάδες, την ειρωνεία και την αφ’ υψηλού λοιδορία, που αρέσκονται, δηλαδή, στο χιούμορ της εξουσίας. Υπάρχουν και οι γελοιογράφοι που κάνουν αυτό ακριβώς. Η σχέση τους είναι ειλικρινής. Υπάρχει και η αντίθετη πλευρά, εκείνων, γελοιογράφων και αναγνωστών, που θέτουν τη σχέση τους με την εξουσία, όπως και την ίδια την εξουσία υπό έλεγχον, υπό κριτική, υπό αμφισβήτηση. Υπάρχουν εκείνοι που αμφιβάλλουν για όλα. Και στις δύο περιπτώσεις η γελοιογραφία εκπίπτει σε προπαγάνδα, όταν αναφέρεται ή στους μεν ή στους δε. Η γελοιογραφία πρέπει να απευθύνεται σε όλους, χωρίς να θέλει να πείσει κανέναν, αλλά μόνον να ανακοινώσει τις σκέψεις της. Η γελοιογραφία δεν είναι ούτε διαφήμιση, ούτε προπαγάνδα, είναι διάλογος.
Ολα αυτά σας τα γράφω σήμερα εξ αφορμής της ενόχλησης που προκάλεσε σε ορισμένους «κύκλους»(!!) των Βρυξελλών η πρόσφατη Εκθεση Γελοιογραφίας, Ελλήνων και Βρετανών σκιτσογράφων η οποία παρουσιάσθηκε στη στάση του Μετρό στην πλατεία Συντάγματος με θέμα τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Το επίδικο για την μήνιν των Βρυξελλών ήταν ότι ορισμένα σκίτσα συνέκριναν ορισμένες πρακτικές αλλά και προοπτικές της Ενωσης με ανάλογες ναζιστικές. Εγκλημα καθοσιώσεως! Και αμέσως ο Καϊάφας έσκισε τα ιμάτιά του και τα έδωσε στον Αννα να τα φάει (για να εκφρασθώ με την υπερβολή που εκφράζεται η γελοιογραφία). Ομως προς τι η ενόχληση; Είναι η πρώτη φορά που σχεδιάζονται τέτοιες γελοιογραφίες;
Δεν είναι χρόνια τώρα, που πολλοί γελοιογράφοι σε όλες-μα-όλες τις χώρες της Ενωσης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου; Δειλά στην αρχή (με τους ίδιους τους γελοιογράφους έκπληκτους από τα ελαύνοντα), ποταμηδόν, σωρηδόν και by numbers στη συνέχεια τυπώνονται και διαδίδονται οι γελοιογραφίες που επισημαίνουν τον κίνδυνο του εκφυλισμού των δημοκρατιών σε εκφασιζόμενες τυραννίδες. Προς τούτο οι γελοιογράφοι μετέρχονται συμβολισμούς, αναλογίες με τη ναζιστική εποχή, προσπαθώντας να προκαλέσουν σοκ. Πού είναι το μεμπτόν;
Υπάρχει ο κίνδυνος οι γελοιογραφίες να αδικούν αυτούς που κριτικάρουν; – αυτό επαφίεται στην κρίση των αναγνωστών. Για παράδειγμα, το Charlie Hebdo! Ολοι «ήμασταν Charlie Hebdo», όταν χτυπήθηκε, κι όταν το Charlie άρχισε τις αηδίες, δεν ήμασταν κανείς.
Το πρόβλημα για όσους «ενοχλούνται», είτε λόγω πολιτικής ορθότητος, είτε λόγω συνενοχής σε όσα οι γελοιογραφίες που τους ενοχλούν κριτικάρουν, είναι πως δεν αντιλαμβάνονται ότι οι γελοιογράφοι είναι συνήθως Κασσάνδρες. Δηλαδή συνήθως προφητεύουν σωστά. Η έκφραση «αυτό το σκίτσο ήταν προφητικό» είναι από τις πιο διαδεδομένες στον πλανήτη.
Είναι λοιπόν χρόνια τώρα που πλήθος γελοιογράφων σε όλες τις χώρες έχει «ντύσει» τη Μέρκελ με μέλανες χιτώνες, ή τον Μπλαιρ, τον Μπους και τόσους άλλους ευεργέτες της ανθρωπότητας, από εκείνους που χαρίζουν τη φτώχεια και τον θάνατο απλόχερα και στις πατρίδες τους και στον κόσμο. Οταν οι Ισραηλινοί μπούκαραν στα στρατόπεδα των Παλαιστινίων και σκότωναν αδιακρίτως, στα περιβραχιόνιά τους σχεδιάστηκε το σύμβολο εκείνων που οδήγησαν τους γονείς τους στους θαλάμους αερίων. Σοκ; Ναι. Και η «Γκουέρνικα» σοκ είναι.
Μπορεί μια γελοιογραφία να είναι «Γκουέρνικα»; Ναι, μπορεί, όπως μπορεί κι ένα τραγούδι, ένα ποίημα, ένα ρεπορτάζ.
Απ’ όταν άρχισε η κατασκευασμένη κρίση στην Ελλάδα, άρχισαν και οι γελοιογραφίες που έψεγαν την Ενωση και κυρίως τη Γερμανία, για φιλοδοξίες τύπου Δ’ Ράιχ. Λίγες στην αρχή, πλημμύρα σήμερα. Οι γελοιογραφίες φταίνε;
Οι γελοιογραφίες φταίνε για τις αυτοκτονίες, την οικονομική εξαθλίωση, την κοινωνική αποσάθρωση και την υποδούλωση μιας ολόκληρης χώρας; Αλλά
κι αν όλα αυτά δεν συμβαίνουν, υπάρχουν και οι γελοιογραφίες που το επιβεβαιώνουν, που τα βρίσκουν όλα μέλι-γάλα, που βρίσκουν τον λαό, λαϊκιστή – αρκεσθείτε σε αυτές.
Εν κατακλείδι: η γελοιογραφία, όπως κάθε άλλη μορφή σάτιρας, όπως κάθε άλλη μορφή λόγου, έχει την ιδεολογία της και τους στόχους της. Αν το ζητούμενο είναι η ελευθερία του λόγου, φέρ’ ειπείν, θα γελοιογραφήσει τον Μωάμεθ έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται όσοι φιμώνουν και δολοφονούν στο όνομά του. Θα γελοιογραφήσει τον Χριστό έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται οι Ιεροεξεταστές. Αν το ζητούμενο είναι η ελευθερία των ανθρώπων, θα γελοιογραφήσει εναντίον εκείνων που «εξάγουν» δημοκρατία, εισβάλλουν και βομβαρδίζουν, εναντίον εκείνων που δημιουργούν πρόσφυγες, κι εκείνων που επιβάλλουν την ταξική καταπίεση στους συμπατριώτες τους.
Θα «ενοχληθούν» λοιπόν οι Βρυξέλλες; – δεν θα φάω το φαΐ μου. Θα ενοχληθεί ο Ερντογάν και θα βάλει φυλακή Τούρκους συναδέλφους μου; – δεν θα ησυχάσω ώσπου «κανείς να μην τους εμποδίζει να βαδίσουν». Ετσι είναι το μελάνι! Περιέχει αίμα. Που μπορεί να το διαχειρισθεί η αγάπη ή το μίσος. Κάθε μέρα διαλέγουμε, κάθε μέρα κρίνουμε, κάθε μέρα κρινόμαστε.
ΥΓ.: Και ένα κωμικόν της όλης υπόθεσης. Στο σκίρτημα ενόχλησης των Βρυξελλών ανταποκρίθηκαν, εννοείται, πλήθος από τους παρ’ ημίν ομοϊδεάτες τους. Δικαίωμά τους, αλλά το εναρμονισμένο και το ενορχηστρωμένο του πράγματος «έβγαζαν μάτι». Παρά ταύτα, λογικόν, διότι
όπως θα έλεγε ένας γελοιογράφος: όταν κρυώνουν οι Βρυξέλλες, φτερνίζονται τα λαχανάκια τους. Εις εξ αυτών λοιπόν (ξέρει ο ίδιος και το όνομά του δεν έχει καμία σημασία) έψεξε ανάμεσα στα άλλα σκίτσα κι ένα δικό μου που με τη σειρά του έψεγε την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και τον ανταγωνισμό,
παρουσιάζοντας όντα που πυροβολούν το ένα το άλλο με ένα περίστροφο που έβγαινε απ’ τον εγκέφαλό τους. Εφριξε ο τιμητής. Πλην όμως, το εν λόγω σκίτσο είναι παλιό («προφητικό», που λέμε), φτιαγμένο το 1995, όταν ακόμα η Ενωση έκανε τα πρώτα της βήματα για να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Τότε, λοιπόν, ο σημερινός τιμητής,
σε μια εποχή πολύ καλύτερη για τον ίδιο, μου επαινούσε ακριβώς αυτό το σκίτσο (δημοσιευμένο στους «4 Τροχούς» ή το «Χάος» – δεν θυμάμαι πλέον), σιγοπίνοντας το ποτάκι μας, βαθιά νύχτα μετά τη δουλειά, στο «Toy Café». Μιλούσαμε για το «Μπραζίλ» και τον τρόμο της αγγλικής επιστημονικής φαντασίας μπροστά σε μια βρετανική εκδοχή του φασιστικού φαινομένου, και ο φίλος μου τότε
έβρισκε σ’ αυτό το σκίτσο την ανάλογη αισθητική και τον ανάλογο προβληματισμό. Τι κωμωδία η ζωή των ανθρώπων…
Στάθης Σταυρόπουλος
*Πηγή: enikos.gr
είναι μια λέξη με λάθος ορθογραφία.
Ολα τα παραπάνω εξαρτώνται από τον γελοιογράφο, την παιδεία του, την ιδεολογία του, τις αρχές και τον κώδικά του. Συναρτώνται, επίσης, με το έντυπο που περιέχει τη γελοιογραφία, τον προσανατολισμό του, τη γραμμή του, τις επιδιώξεις του. Προς όλα αυτά η γελοιογραφία άλλοτε συγκλίνει, άλλοτε αποκλίνει, η συνύπαρξη είναι θέμα προτεραιοτήτων,
ελευθεροτυπίας δηλαδή ή λογοκρισίας και -ακόμα χειρότερα- αυτολογοκρισίας. Το βέβαιον είναι ότι ούτε οι εκδότες ούτε οι διευθυντές κάνουν γελοιογραφίες, προσλαμβάνουν όμως ή απολύουν γελοιογράφους. Η μόνη δύναμη των οποίων είναι οι αναγνώστες. Το «πέρασμα» δηλαδή που έχει η δουλειά τους στους σκεπτόμενους πολίτες. Σε
αυτήν τη δουλειά υπάρχουν όρια και συμβιβασμοί. Ανορίοτος είναι μόνον ο φασισμός και η βλακεία. Η γελοιογραφία έχει την πειθαρχία της ελευθερίας που επιδιώκει. Και η ελευθερία, σε αντίθεση με την ελευθεριότητα, είναι ένα σύστημα ορίων και σεβασμού όλων προς όλους – αυτή είναι η διαφορά της πόλης και του πολιτισμού από τη ζούγκλα.
Η γελοιογραφία που εξαπατά, με τον καιρό σβήνει. Διότι το ψεύδος της γίνεται αντιληπτό από τον αποδέκτη της, τον αναγνώστη. Γελοιογράφος και αναγνώστης αποκτούν με τον χρόνο μια προσωπική σχέση που σηκώνει σφάλματα, αλλά όχι κοροϊδία. Αλλωστε, αυτό που κατ’ εξοχήν περιγράφει η γελοιογραφία (τη σχέση πολιτών – εξουσίας) συνεπάγεται μιαν ειλικρίνεια στη σχέση γελοιογράφου – αναγνώστη.
Υπάρχουν αναγνώστες που αρέσκονται στον κυνισμό, τις εξυπνάδες, την ειρωνεία και την αφ’ υψηλού λοιδορία, που αρέσκονται, δηλαδή, στο χιούμορ της εξουσίας. Υπάρχουν και οι γελοιογράφοι που κάνουν αυτό ακριβώς. Η σχέση τους είναι ειλικρινής. Υπάρχει και η αντίθετη πλευρά, εκείνων, γελοιογράφων και αναγνωστών, που θέτουν τη σχέση τους με την εξουσία, όπως και την ίδια την εξουσία υπό έλεγχον, υπό κριτική, υπό αμφισβήτηση. Υπάρχουν εκείνοι που αμφιβάλλουν για όλα. Και στις δύο περιπτώσεις η γελοιογραφία εκπίπτει σε προπαγάνδα, όταν αναφέρεται ή στους μεν ή στους δε. Η γελοιογραφία πρέπει να απευθύνεται σε όλους, χωρίς να θέλει να πείσει κανέναν, αλλά μόνον να ανακοινώσει τις σκέψεις της. Η γελοιογραφία δεν είναι ούτε διαφήμιση, ούτε προπαγάνδα, είναι διάλογος.
Ολα αυτά σας τα γράφω σήμερα εξ αφορμής της ενόχλησης που προκάλεσε σε ορισμένους «κύκλους»(!!) των Βρυξελλών η πρόσφατη Εκθεση Γελοιογραφίας, Ελλήνων και Βρετανών σκιτσογράφων η οποία παρουσιάσθηκε στη στάση του Μετρό στην πλατεία Συντάγματος με θέμα τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Το επίδικο για την μήνιν των Βρυξελλών ήταν ότι ορισμένα σκίτσα συνέκριναν ορισμένες πρακτικές αλλά και προοπτικές της Ενωσης με ανάλογες ναζιστικές. Εγκλημα καθοσιώσεως! Και αμέσως ο Καϊάφας έσκισε τα ιμάτιά του και τα έδωσε στον Αννα να τα φάει (για να εκφρασθώ με την υπερβολή που εκφράζεται η γελοιογραφία). Ομως προς τι η ενόχληση; Είναι η πρώτη φορά που σχεδιάζονται τέτοιες γελοιογραφίες;
Δεν είναι χρόνια τώρα, που πολλοί γελοιογράφοι σε όλες-μα-όλες τις χώρες της Ενωσης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου; Δειλά στην αρχή (με τους ίδιους τους γελοιογράφους έκπληκτους από τα ελαύνοντα), ποταμηδόν, σωρηδόν και by numbers στη συνέχεια τυπώνονται και διαδίδονται οι γελοιογραφίες που επισημαίνουν τον κίνδυνο του εκφυλισμού των δημοκρατιών σε εκφασιζόμενες τυραννίδες. Προς τούτο οι γελοιογράφοι μετέρχονται συμβολισμούς, αναλογίες με τη ναζιστική εποχή, προσπαθώντας να προκαλέσουν σοκ. Πού είναι το μεμπτόν;
Υπάρχει ο κίνδυνος οι γελοιογραφίες να αδικούν αυτούς που κριτικάρουν; – αυτό επαφίεται στην κρίση των αναγνωστών. Για παράδειγμα, το Charlie Hebdo! Ολοι «ήμασταν Charlie Hebdo», όταν χτυπήθηκε, κι όταν το Charlie άρχισε τις αηδίες, δεν ήμασταν κανείς.
Το πρόβλημα για όσους «ενοχλούνται», είτε λόγω πολιτικής ορθότητος, είτε λόγω συνενοχής σε όσα οι γελοιογραφίες που τους ενοχλούν κριτικάρουν, είναι πως δεν αντιλαμβάνονται ότι οι γελοιογράφοι είναι συνήθως Κασσάνδρες. Δηλαδή συνήθως προφητεύουν σωστά. Η έκφραση «αυτό το σκίτσο ήταν προφητικό» είναι από τις πιο διαδεδομένες στον πλανήτη.
Είναι λοιπόν χρόνια τώρα που πλήθος γελοιογράφων σε όλες τις χώρες έχει «ντύσει» τη Μέρκελ με μέλανες χιτώνες, ή τον Μπλαιρ, τον Μπους και τόσους άλλους ευεργέτες της ανθρωπότητας, από εκείνους που χαρίζουν τη φτώχεια και τον θάνατο απλόχερα και στις πατρίδες τους και στον κόσμο. Οταν οι Ισραηλινοί μπούκαραν στα στρατόπεδα των Παλαιστινίων και σκότωναν αδιακρίτως, στα περιβραχιόνιά τους σχεδιάστηκε το σύμβολο εκείνων που οδήγησαν τους γονείς τους στους θαλάμους αερίων. Σοκ; Ναι. Και η «Γκουέρνικα» σοκ είναι.
Μπορεί μια γελοιογραφία να είναι «Γκουέρνικα»; Ναι, μπορεί, όπως μπορεί κι ένα τραγούδι, ένα ποίημα, ένα ρεπορτάζ.
Απ’ όταν άρχισε η κατασκευασμένη κρίση στην Ελλάδα, άρχισαν και οι γελοιογραφίες που έψεγαν την Ενωση και κυρίως τη Γερμανία, για φιλοδοξίες τύπου Δ’ Ράιχ. Λίγες στην αρχή, πλημμύρα σήμερα. Οι γελοιογραφίες φταίνε;
Οι γελοιογραφίες φταίνε για τις αυτοκτονίες, την οικονομική εξαθλίωση, την κοινωνική αποσάθρωση και την υποδούλωση μιας ολόκληρης χώρας; Αλλά
κι αν όλα αυτά δεν συμβαίνουν, υπάρχουν και οι γελοιογραφίες που το επιβεβαιώνουν, που τα βρίσκουν όλα μέλι-γάλα, που βρίσκουν τον λαό, λαϊκιστή – αρκεσθείτε σε αυτές.
Εν κατακλείδι: η γελοιογραφία, όπως κάθε άλλη μορφή σάτιρας, όπως κάθε άλλη μορφή λόγου, έχει την ιδεολογία της και τους στόχους της. Αν το ζητούμενο είναι η ελευθερία του λόγου, φέρ’ ειπείν, θα γελοιογραφήσει τον Μωάμεθ έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται όσοι φιμώνουν και δολοφονούν στο όνομά του. Θα γελοιογραφήσει τον Χριστό έτσι όπως τον αντιλαμβάνονται οι Ιεροεξεταστές. Αν το ζητούμενο είναι η ελευθερία των ανθρώπων, θα γελοιογραφήσει εναντίον εκείνων που «εξάγουν» δημοκρατία, εισβάλλουν και βομβαρδίζουν, εναντίον εκείνων που δημιουργούν πρόσφυγες, κι εκείνων που επιβάλλουν την ταξική καταπίεση στους συμπατριώτες τους.
Θα «ενοχληθούν» λοιπόν οι Βρυξέλλες; – δεν θα φάω το φαΐ μου. Θα ενοχληθεί ο Ερντογάν και θα βάλει φυλακή Τούρκους συναδέλφους μου; – δεν θα ησυχάσω ώσπου «κανείς να μην τους εμποδίζει να βαδίσουν». Ετσι είναι το μελάνι! Περιέχει αίμα. Που μπορεί να το διαχειρισθεί η αγάπη ή το μίσος. Κάθε μέρα διαλέγουμε, κάθε μέρα κρίνουμε, κάθε μέρα κρινόμαστε.
ΥΓ.: Και ένα κωμικόν της όλης υπόθεσης. Στο σκίρτημα ενόχλησης των Βρυξελλών ανταποκρίθηκαν, εννοείται, πλήθος από τους παρ’ ημίν ομοϊδεάτες τους. Δικαίωμά τους, αλλά το εναρμονισμένο και το ενορχηστρωμένο του πράγματος «έβγαζαν μάτι». Παρά ταύτα, λογικόν, διότι
όπως θα έλεγε ένας γελοιογράφος: όταν κρυώνουν οι Βρυξέλλες, φτερνίζονται τα λαχανάκια τους. Εις εξ αυτών λοιπόν (ξέρει ο ίδιος και το όνομά του δεν έχει καμία σημασία) έψεξε ανάμεσα στα άλλα σκίτσα κι ένα δικό μου που με τη σειρά του έψεγε την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και τον ανταγωνισμό,
παρουσιάζοντας όντα που πυροβολούν το ένα το άλλο με ένα περίστροφο που έβγαινε απ’ τον εγκέφαλό τους. Εφριξε ο τιμητής. Πλην όμως, το εν λόγω σκίτσο είναι παλιό («προφητικό», που λέμε), φτιαγμένο το 1995, όταν ακόμα η Ενωση έκανε τα πρώτα της βήματα για να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Τότε, λοιπόν, ο σημερινός τιμητής,
σε μια εποχή πολύ καλύτερη για τον ίδιο, μου επαινούσε ακριβώς αυτό το σκίτσο (δημοσιευμένο στους «4 Τροχούς» ή το «Χάος» – δεν θυμάμαι πλέον), σιγοπίνοντας το ποτάκι μας, βαθιά νύχτα μετά τη δουλειά, στο «Toy Café». Μιλούσαμε για το «Μπραζίλ» και τον τρόμο της αγγλικής επιστημονικής φαντασίας μπροστά σε μια βρετανική εκδοχή του φασιστικού φαινομένου, και ο φίλος μου τότε
έβρισκε σ’ αυτό το σκίτσο την ανάλογη αισθητική και τον ανάλογο προβληματισμό. Τι κωμωδία η ζωή των ανθρώπων…
Στάθης Σταυρόπουλος
*Πηγή: enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου