Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Δομικές ανατροπές αντί για τη μεταρρύθμιση του πελατειακού κράτου

                
του Μάκη Ανδρονόπουλου
Το να μιλάμε σήμερα για «μεταρρυθμίσεις» στην Ελλάδα της εξαετούς ύφεσης και της εκθεμελίωσης του παραγωγικού ιστού θεωρώ ότι είναι είτε ύποπτο, είτε υποκριτικό.
Κι αυτό γιατί απλά, «μεταρρυθμίζω» σημαίνει ότι αλλάζω κάπως αυτό που έχω για να το κρατήσω στη ζωή. Κι αυτό που έχουμε είναι ένα πελατειακό δύο αιώνων κράτος που εξυπηρέτησε τους κοτζαμπάσιδες και τις 200 οικογένειες, που στην πρόσφατη φάση της μονεταριστικής ευμάρειας και των ΚΠΣ αυξήθηκαν από τα στίφη των νεόπλουτων πιράνχας του κρατικού κορβανά. Άρα, μεταρρύθμιση σήμερα σημαίνει συντήρηση του πελατειακού κράτους. Γι΄ αυτό και υπό τις παρούσες συνθήκες η κοινωνία στέκεται απέναντι στις μεταρρυθμίσεις.
Τα τρία τελευταία χρόνια, με αφορμή το σοκ της πτώχευσης του κράτους από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, συγγραφείς, διανοούμενοι και πολιτικά πρόσωπα εμφανίζονται να αγωνιούν για την τύχη των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων που εκφράζεται πολιτικά από τη ΔΗΜΑΡ, το εκάστοτε ΠΑΣΟΚ, αλλά και από τη ΝΔ, επικρίνει την αριστερά, δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν κάνει μεταρρυθμιστικές προτάσεις και προσπαθεί να πείσει ότι η αριστερά είναι μια συντηρητική, οπισθοδρομική και κρατιτιστική παράταξη που υιοθετεί κάθε παράλογο αίτημα των άθλιων συνδικαλιστών της διαπλοκής. Κλασικό επιχείρημα είναι η περίφημη ασφαλιστική μεταρρύθμιση του Τάσου Γιαννίτση, που αν την είχαμε κάνει τότε, τώρα θα παίρναμε χρυσές συντάξεις…
Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν διατυπώνονται για να διασκεδαστούν πιθανές ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μετά από 35 χρόνια στο οικονομικό ρεπορτάζ και στην πολιτική επικοινωνία, έχω βαρεθεί να ακούω κούφια λόγια ψεύτικα. Νομίζω ότι έχουμε ήδη εισέλθει ως κοινωνία στη φάση της αναθεώρησης των αξιών, αλλά και των όρων.
Στις 13.10.2012 σε ένα άρθρο μου με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις: παιχνίδια με τον διάβολο» επεσήμαινα ότι πράγματι οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ετών εμφανίζουν την ελληνική κοινωνία ανοιχτή στις μεταρρυθμίσεις. Όμως ταυτόχρονα οι πολίτες είναι εξαιρετικά καχύποπτοι κάθε φορά που ακούνε τη λέξη «μεταρρύθμιση», γιατί –τουλάχιστον τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια – οι μεταρρυθμίσεις ταυτίστηκαν με πολιτικές που είτε δεν απέδιδαν τα υπεσχημένα στους πολλούς, είτε τους αφαιρούσαν ευθέως δικαιώματα. Με δυο λόγια, ενώ είμαστε ανοιχτοί στις αλλαγές, δεν τις θέλουμε γιατί πάντα είναι εναντίον μας…
Εδώ οι θιασώτες των μεταρρυθμίσεων πρέπει να αποφασίσουν, να ομολογήσουν και να δηλώσουν ότι ο «λαός, οι ψηφοφόροι, είναι διεφθαρμένοι, γι΄ αυτό δεν θέλουν τις μεταρρυθμίσεις», όπως ισχυρίστηκε ο Γιώργος Παπανδρέου. Πρέπει να δηλώσουν δηλαδή ότι η άρνηση του κόσμου να προσχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις οφείλεται στο ότι η κοινωνία είναι αμόρφωτη, συντηρητική, οπισθοδρομική, κρατικοδίαιτη και ότι αυτοί, οι θιασώτες της μεταρρύθμισης, ανήκουν στην προικισμένη εκείνη τάξη της κοινωνίας που έχει ανοιχτά μυαλά και ξέρουν καλύτερα το συμφέρον των παρακατιανών μαζών που παραπλανούν οι συνδικαλιστές και οι αριστεροί λαϊκιστές.
Αν όμως δεν μπορούν να δηλώσουν ευθαρσώς όλα αυτά, τότε πρέπει να δηλώσουν ότι ο ελληνικός λαός είναι φιλοπρόοδος και ανοιχτός, ευπροσάρμοστος στις νέες προκλήσεις, ανταγωνιστικός και εργατικός, και κυρίως ότι μπορεί να αντιλαμβάνεται το πραγματικό του συμφέρον, καλύτερα από τις ελίτ που τον κατάκλεψαν και τον καταχρέωσαν.
Τώρα, αν πράγματι το ασφαλιστικό Γιαννίτση ήταν σωστό και καλό για τους εργαζόμενους, τότε απέτυχε λόγω πολιτικής ανεπάρκειας. Ας δεχθούμε ότι οι συνδικαλιστές είναι εκ προοιμίου άθλιοι λαϊκιστές διαπλεκόμενοι. Πως μπόρεσαν όμως να νικήσουν την πανίσχυρη τότε κυβέρνηση Σημίτη; Το ασφαλιστικό Γιαννίτση απέτυχε γιατί δεν υπήρχε όραμα, δεν υπήρξε πολιτική και κοινωνική προετοιμασία και επικοινωνήθηκε δια της τρομοκράτησης των εργαζομένων. Ως γνωστόν, η Ελλάς κυβερνιέται τα τελευταία είκοσι χρόνια με διαρροές στις εφημερίδες του ΔΟΛ και στην Καθημερινή. Αλλά αυτό δεν είναι ούτε πολιτική και κυρίως δεν είναι μεταρρύθμιση. Γι΄ αυτό αντέδρασε ο κόσμος.
Η καχυποψία του κόσμου απέναντι στις μεταρρυθμίσεις είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις που έγιναν, είτε είχαν περιοριστικό δημοσιονομικό χαρακτήρα, στην κατεύθυνση της αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και στη μεταφορά των υπηρεσιών του στον ιδιωτικό τομέα, είτε εξυπηρετούσαν την απορρύθμιση του κράτους υπέρ των αγορών. Οι ιδιωτικοποιήσεις που συνήθως γίνονται έναντι εξευτελιστικού τιμήματος επικοινωνήθηκαν ως μεγάλες μεταρρυθμίσεις, λες και ο κόσμος τρώει κουτόχορτο.
Για να πετύχει μια μεταρρύθμιση και να στηριχθεί από τους πολίτες χρειάζεται εξαντλητική ανάλυση των προβλημάτων που έχουν ανακύψει και των καταστάσεων που πρέπει να αλλάξουν, αλλά και επαρκής τεκμηρίωση για τα αποτελέσματα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν και κυρίως, πολιτικός σχεδιασμός που θα διασφαλίζει πως τα οφέλη θα πάνε εκεί που έγιναν οι θυσίες με θεσμικό τρόπο. Αυτά δεν έγιναν ποτέ στην Ελλάδα.
Η πατρίδα μας η Ελλάδα δεν χρειάζεται μεταρρυθμίσεις για την διαιώνιση του πελατειακού κράτους, αλλά δομικές ανατροπές για την αλλαγή του μοντέλου παραγωγής. Χρειάζεται επιστροφή στο γράμμα του νόμου και την κατάργηση της νομολογίας των εργοδοτικών δικαστηρίων, χρειάζεται ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου των θεσμών, χρειάζεται ριζική αναδιάρθρωση της παιδείας και της υγείας, χρειάζεται κρατικοποίηση της ιδιωτικής Τράπεζας της Ελλάδος, και γενικά επαναρρύθμιση του κράτους και του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπέρ του λαού. Χρειάζεται και ένα νέο σύνταγμα, για να ανακτηθεί η συνταγματική νομιμότητα που εξευτέλισαν οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας.
Πολιτικά, ιδεολογικά και τεχνικά αυτές τις αναγκαίες δομικές ανατροπές δεν μπορεί να φέρει εις πέρας η Νέα Δημοκρατία, ούτε το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, η μόνη δύναμη ανατροπής του πελατειακού κράτους είναι η Αριστερά (και εδώ εξαιρώ το αντιδραστικό και θρησκόληπτο ΚΚΕ). Η ιστορική ευκαιρία για τον απογαλακτισμό του κράτους από τον έλεγχο των λίγων είναι τώρα και θα την στηρίξουν και τα αστικά και μικροαστικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η ανατροπή θα είναι παταγώδης.

1 σχόλιο:

  1. Κρίμα που είσαι κοντα 30 χρόνια στο οικονομικό ρεπορτάζ κ.Μάκη Ανδρονόπουλε μέσα από τον αστικό και νεοφιλεύθερο Τύπο και μας λες, σήμερα το 2013, αόριστα και γνωστά τσιτάτα του συρμού και του επικοινωνιακού ξεσηκωμού.
    Για το ποιός/ποιοί θα πληρώσουν το μάρμαρο θα μιλήσει κανείς ;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή